Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η έως σήμερα διαμορφωθείσα νομολογία στο ζήτημα των δανείων σε Ελβετικά Φράγκα και η από 17.9.2015 πρόταση επίλυσης του προβλήματος του Συνηγόρου του Καταναλωτή.

Αρκετοί από τους περίπου 70.000 δανειολήπτες με εκκρεμείς συμβάσεις δανείου σε ελβετικά φράγκα επεδίωξαν, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια, την ανακούφιση τους από το βάρος του χρέους που τους προκάλεσε η ραγδαία μείωση της ισοτιμίας Ευρώ-Ελβετικού Φράγκου δια της δικαστικής οδού[1]. Έχουν αρχίσει συνεπώς να αναπτύσσονται ενδιαφέρουσες εκατέρωθεν απόψεις στη νομολογία, πρωτοβάθμιων μέχρι σήμερα δικαστηρίων, τόσο στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων, όσο και τακτικών αγωγών, χωρίς βεβαίως να μπορεί να γίνει λόγος για καθολική δικαίωση των δανειοληπτών, καθώς τα δικαστήρια δεν προσεγγίζουν με έναν γενικό τρόπο όλες αυτές τις υποθέσεις.
Από την επισκόπηση των σχετικών αποφάσεων φαίνεται να κυριαρχεί ως νομική βάση σε όσες αποφάσεις δέχονται την αναπροσαρμογή των δανειακών συμβάσεων σε Ελβετικό Φράγκο η ακυρότητα του συμβατικού όρου περί καταβολής σε ευρώ με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία, λόγω αντίθεσης στη γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή. Η αρχή έγινε με τις υπ’ αριθμ. 23/2014 και 41/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (όμοιες και οι πιο πρόσφατες υπ’ αριθμ. 35/2015 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, 13/2015 και 26/2015  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης), το σκεπτικό των οποίων ερείδεται εν γένει στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο τακτικών αγωγών και διέταξαν τον καταλογισμό των καταβολών σε Ελβετικά Φράγκα με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου. Τούτο διότι ο συμβατικός όρος για υπολογισμό των καταβολών με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι αόριστος και ασαφής, ως εκ τούτου δε, καταχρηστικός και άκυρος. Συγκεκριμένα, με την ως άνω ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ  του   μηχανισμού  αυτού   και  των  τυχόν  άλλων,  που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή  δανείων,   ούτως  ώστε  ο  καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου. Πρέπει να υπογραμμίσουμε πάντως, πως παράλληλα με την ως άνω κρίση για τη διαφάνεια του ίδιου του όρου, το δικαστήριο σε αμφότερες τις ως άνω αποφάσεις έκρινε πως οι δανειολήπτες από  κανένα  στοιχείο  δεν αποδείχθηκε πως διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος.
Πέρα όμως από τις τακτικές αγωγές, υποβλήθηκαν και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, ιδίως μετά τον Ιανουάριο του 2015, οπότε λόγω της αλλαγής νομισματικής στρατηγικής της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας και της εγκατάλειψης του στόχου για ισοτιμία Ευρώ-Ελβετικού Φράγκου τουλάχιστον 1,20, η τελευταία κατρακύλησε στα επίπεδα του 1 έως 1,10, διογκώνοντας έτσι τη συνολική επιβάρυνση από το 2006-2008, οπότε ελήφθησαν τα περισσότερα τέτοια δάνεια, σε περίπου 60% (!), ώστε να καθίσταται απολύτως αδύνατη η εξυπηρέτησή τους ακόμη και για το χρονικό διάστημα των 1-2 ετών, που απαιτείται στα περισσότερα δικαστήρια της χώρας για τη συζήτηση των αγωγών.  Έτσι, το προαναλυθέν σκεπτικό επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί και στην υπ’ αριθμ. 342/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, το οποίο δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διέταξε ως μέτρο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης μέχρι την εκδίκαση της αντίστοιχης αγωγής, την ανοχή εκ μέρους της τράπεζας καταβολής από τον δανειολήπτη μηνιαίων δόσεων σε ευρώ, που θα καταλογίζονται όμως στον τηρούμενο λογαριασμό σε Ελβετικά Φράγκα με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης. Σειρά όμοιων, ως προς το σκεπτικό και το διατακτικό τους, αποφάσεις εκδόθηκαν και από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας και συγκεκριμένα οι υπ’ αριθμ. 134/2015, 135/2015, 163/2015, 178/2015, 4481/2015, αλλά και από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών οι υπ’ αριθμ. 4481/2015 και 3399/2015.
Παράλληλα, το σκεπτικό περί καταχρηστικότητας του ανωτέρω Γενικού Όρου των Συναλλαγών έγινε δεκτό στις υπ’ αριθμ. 1763/2014 και 1672/2014 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, που όμως έκριναν επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής. Δεν αναπροσάρμοσαν δηλαδή τη σύμβαση δανείου, αλλά απλώς ακύρωσαν διαταγές πληρωμής που είχαν εκδοθεί κατά των δανειοληπτών.
Από την άλλη μεριά όμως έχουν εκδοθεί και αρκετές αποφάσεις που απορρίπτουν τη νομική βάση της καταχρηστικότητας, αν και καμία εξ αυτών, που έχουν δημοσιευθεί ή είναι ευρύτερα γνωστές δεν έχει εκδοθεί επί τακτικής αγωγής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ’ αριθμ. 113/2015 απόφασή του έκρινε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση τόσο κατά την κατάρτιση της συμβάσεως όσο και μεταγενέστερα οι δανειολήπτες επανειλημμένα ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της τράπεζας για τον συναλλαγματικό κίνδυνο από την τυχόν διακύμανση της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ που ενείχε η σύμβαση τους, τόσο με επιστολές που έλαβαν ταχυδρομικώς όσο και με έγγραφα των οποίων έλαβαν γνώση και προσυπέγραψαν  στα οποία - με σαφή διατύπωση και κατανοητή στον μέσο καταναλωτή γλώσσα - τους επισημάνθηκε ο κίνδυνος από την μεταβολή των διατραπεζικών συνθηκών κατά τα ανωτέρω και τους προτάθηκε σχετικό πρόγραμμα προστασίας της καταβλητέας δόσης τους από πιθανές συναλλαγματικές μεταβολές, το οποίο μάλιστα καταρχάς δέχτηκαν και εφάρμοσαν κατά τα τρία πρώτα έτη της συμβάσεως τους, ενώ και μετά τη λήξη της τριετίας η τράπεζα τους κάλεσε να το ανανεώσουν επαναλαμβάνοντας την σκοπιμότητα και τα οφέλη ενός τέτοιου προγράμματος, πλην όμως οι αιτούντες δεν το χρησιμοποίησαν έκτοτε ξανά. Για το λόγο αυτό πιθανολόγησε πως ο ισχυρισμός περί αδιαφάνειας του όρου της σύμβασης για καταβολές καταλογιζόμενες σε ελβετικά φράγκα με την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία δεν θα γίνει δεκτός από το δικαστήριο που θα δικάσει την αγωγή και απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
 Αντίστοιχα στην υπ’ αριθμ. 2108/2015 απόφαση του επί αίτησης αναστολής της εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών  έκρινε πως ο ως άνω συμβατικός όρος δεν είναι αδιαφανής, καθόσον από τη γραμματική του διατύπωση, η οποία είναι απολύτως σαφής και ξεκάθαρη, μη επιδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία, αλλά και το ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι γνωστό στο μέσο συναλλασσόμενο, ακόμη και στον αδαή ακόμη περί τις τραπεζικές συναλλαγές, ότι η ισοτιμία των νομισμάτων συνεχώς μεταβάλλεται, ακόμη και με μεγάλη, κατά καιρούς, διακύμανση, προκύπτει ότι με την απλή ανάγνωσή του από τον δανειολήπτη θα μπορούσε να κατανοήσει επαρκώς τη δυνατότητα της τράπεζας σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου, να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής του σε Ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου. Επίσης, έκρινε πως δεν επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, διότι σε κάθε περίπτωση επαφίεται στην κρίση του καταναλωτή - δανειολήπτη, εάν θα συνάψει δάνειο σε ξένο νόμισμα, λαμβανομένων υπόψη του χαμηλού επιτοκίου αυτού, της ευνοϊκής υπέρ του ευρώ ισοτιμίας κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης και της πιθανότητας μεταβολής της ισοτιμίας (ίδιο το σκεπτικό και της υπ’ αριθμ. 437/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).Τέλος, και η υπ’ αριθμ. 617/2015 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έθεσε ως κριτήρια για την απόρριψη της αίτησης  τη δυνατότητα γνώσης των δανειοληπτών , απλώς και μόνο αν είχαν προβεί σε μια συνήθη έρευνα αγοράς των σχετικών δανείων, το μορφωτικό τους επίπεδο,  τη συνήθη τυπική προσυμβατική ενημέρωση της τράπεζας, αλλά και τη δυνατότητα κατάρτισης προγράμματος προστασίας από τη μεταβολή της ισοτιμίας.
Πέραν της αντίθεσης στο ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, δανειολήπτες έχουν στηρίξει τις αγωγές τους και σε άλλες νομικές βάσεις, οι οποίες όμως έχουν εν γένει απορριφθεί. Ενδεικτικά με τις υπ’ αριθμ. 4439/2013 και 10930/2013 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκαν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ερειδόμενες στην ακυρωσία της σύμβασης λόγω απάτης και πλάνης, καθώς το δικαστήριο έκρινε πως δεν συντρέχουν οι αντίστοιχοι όροι του Αστικού Κώδικα, δεδομένης της προσυμβατικής ενημέρωσης των δανειοληπτών. Έχουμε επισημάνει άλλωστε σε προηγούμενο ενημερωτικό μας σημείωμα τις δυσκολίες που έχει η θεμελίωση μιας αγωγής σε αυτές τις βάσεις.   Παράλληλα, με την υπ’ αριθμ. 8693/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που στηριζόταν σε αξίωση αποζημίωσης λόγω ελλιπούς προσυμβατικής ενημέρωσης του δανειολήπτη. Το δικαστήριο πιθανολόγησε ότι της υπογραφής της συμβάσεως προηγήθηκαν αρκετές επισκέψεις της δανειολήπτριας στο κατάστημα της τράπεζας, ενώ από σχετική εγκύκλιο της τράπεζας προκύπτει η ύπαρξη «τυπικού παραδείγματος», για τη διαφώτιση τόσο των υπαλλήλων της όσο και των υποψηφίων δανειοληπτών.
Τέλος, παρά την εκτεταμένη θεωρητική υποστήριξη της αναπροσαρμογής του συμβάσεων σε Ελβετικό Φράγκο βάσει των άρθρων 288 και 388 του Αστικού Κώδικα[2], τα οποία επιτρέπουν στο δικαστή τη διαπλαστική παρέμβαση στη σύμβαση, υπάρχει δε σχετική νομολογιακή εμπειρία στον τομέα της αναπροσαρμογής των μισθωμάτων, ουδεμία σχετική απόφαση είναι μέχρι σήμερα γνώστη.   
Πέραν όμως της νομολογιακής αντιμετώπισης του προβλήματος, ο Συνήγορος του Καταναλωτή εξέδωσε  την 17.9.2015 πρόταση  για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ δανειοληπτών και Τραπεζών για συμβάσεις στεγαστικών δανείων σε Ελβετικά Φράγκα. Μείζονος σημασίας και για τις εκκρεμούσες ενώπιον των Δικαστηρίων υποθέσεις είναι η σκιαγράφηση του πλαισίου με βάση το οποίο κρίνεται η επάρκεια της προσυμβατικής ενημέρωσης των δανειοληπτών, όπως αυτή επιβάλλεται και συγκεκριμενοποιείται, πέραν των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, με την υπ' αριθ. 2501/2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος . Σημειώνεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος με σχετικό έγγραφό της προς όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα, ήδη από το έτος 2007 και με αφορμή την ανάπτυξη και διερεύνηση νέων και σύνθετων τραπεζικών προϊόντων τόσο σε επίπεδο χορηγήσεων, όσο και σε επίπεδο καταθέσεων, επεσήμανε την υποχρέωση προσαρμογής της προσυμβατικής ενημέρωσης στις ρυθμίσεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και ιδίως των παραγράφων 1 και 2 x, xi του Κεφ. Β'8 . Όπως επισημαίνεται στο σχετικό έγγραφο, «η σχετική πληροφόρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει παράδειγμα στο οποίο για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου (κεφάλαιο και τόκοι) θα λαμβάνεται ως ισοτιμία η μέγιστη τιμή της αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη» και μάλιστα μέσω σχεδιαγραμμάτων και πινάκων για την κατανόηση των συνεπειών της μεταβολής της ισοτιμίας. Ο Συνήγορος υποστηρίζει πως  η πληροφόρηση θα πρέπει να είναι επαρκής και εμπεριστατωμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνειδητές αποφάσεις ενώ θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος (ευρώ) έναντι του ξένου νομίσματος.
Επακόλουθα, σε περίπτωση παραβίασης της προπεριγραφείσας υποχρέωσης ο Συνήγορος υποστηρίζει τη θεμελίωση ευθύνης της Τράπεζας κατά περίπτωση είτε από τις διαπραγματεύσεις, είτε στην πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, είτε  στις διατάξεις των αδικοπραξιών και τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την Προστασία του Καταναλωτή περί της ευθύνης του παρόχου υπηρεσιών , η οποία μάλιστα είναι αντικειμενική δηλαδή αρκεί ο  δανειολήπτης να αποδείξει τη ζημιά, την παροχή των υπηρεσιών και τον υφιστάμενο αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ η Τράπεζα την εκ μέρους της έλλειψη παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τελευταίας και της ζημιάς ή τη συνδρομή λόγω αποκλεισμού ή μείωσης της ευθύνης της.
Για τους λόγους αυτούς ο Συνήγορος καταλήγει εν τέλει στη διατύπωση μιας πρότασης για τη συμβιβαστική επίλυση του σύνθετου αυτού προβλήματος, η οποία βέβαια δεν είναι δεσμευτική για τους εμπλεκόμενους, περιβάλλεται όμως από το κύρος του θεσμού του Συνηγόρου του Καταναλωτή, αναγνωρίζει απερίφραστα το πρόβλημα της ανεπαρκούς ενημέρωσης των δανειοληπτών και μπορεί να αποτελέσει μια βάση οριζόντιας οριστικής επίλυσης.  Συγκεκριμένα προτείνει για το παρελθόν, να υπολογίζεται η πιθανή ζημία του καταναλωτή συγκρίνοντας τις καταβολές που έχει κάνει έναντι του δανείου σε ελβετικό φράγκο με αυτές που θα είχε κάνει αν είχε λάβει δάνειο σε Ευρώ με το αντίστοιχο επιτόκιο που είχαν τα δάνεια σε Ευρώ κατά τη σύναψη της σύμβασης. Εφόσον προκύπτει ζημία, το ισόποσο αυτής σε ελβετικό φράγκο θα αφαιρείται από το δάνειο. Περαιτέρω το επίμαχο δάνειο θα παραμένει ως έχει, βάσει της υπάρχουσας σύμβασης σε ελβετικό φράγκο, με τη δόση και το αντίστοιχο επιτόκιο σε ελβετικό φράγκο, όμως η πληρωμή της δόσης σε Ευρώ θα διαχωρίζεται σε δυο μέρη. Ο καταναλωτής θα πληρώνει με σταθερή ισοτιμία 1€/1,40CHF και η διαφορά που προκύπτει από την πραγματική ισοτιμία θα καλύπτεται από την τράπεζα έως τη λήξη του δανείου. Σύμφωνα με το Συνήγορο τα πλεονεκτήματα της σχετικής ρύθμισης είναι ότι: α) Λόγω των μηδενικών επιτοκίων σε ελβετικό φράγκο, ο δανειολήπτης αποπληρώνει μόνο κεφάλαιο. β) Πλέον έχει συγκεκριμένη κλειστή ισοτιμία, οπότε αποφεύγει μελλοντικές μεταβολές και μπορεί να κάνει πιο εύκολα τον οικονομικό του προγραμματισμό. γ) Διατηρεί την ευελιξία, αν επανέλθει η ισοτιμία στο μέλλον σε επιθυμητά επίπεδα, να μετατρέψει το υπόλοιπο του δανείου του σε Ευρώ. ε) Αποφεύγει πολυετείς και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες. Σε ό,τι αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα: α) Τα δάνεια παραμένουν ενήμερα χωρίς να απαιτούνται επιπλέον κεφαλαιακές προβλέψεις. β) Οι όποιες ζημιές είναι σταδιακές, σε βάθος πολλών ετών και εξαρτώνται από την πορεία του ελβετικού φράγκου. γ) Αξιοποιώντας την τεχνογνωσία τους, μπορούν να προβούν στις αντίστοιχες κινήσεις στην αγορά συναλλάγματος ή παραγώγων, ώστε να μειώσουν περαιτέρω τη ζημία τους. δ) Μπορούν να ασφαλιστούν έναντι περαιτέρω ενίσχυσης του ελβετικού φράγκου. ε) Επιλύουν ένα πρόβλημα πελάτη τους, που δημιούργησε η πλημμελής προσυμβατική ενημέρωση και αποφεύγουν πολυετείς και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες.
Κατά την άποψή μας η πρόταση αυτή κινείται στη σωστή κατεύθυνση, επιρρίπτει όμως μεγάλο μέρος της μελλοντικής ζημίας, δηλαδή των δόσεων που θα πληρωθούν στο μέλλον, ιδίως σε περίπτωση μακροχρόνιας διατήρησης της σημερινής περίπου ισοτιμίας, στον δανειολήπτη. Διότι η πλειοψηφία των εν θέματι δανειοληπτών έλαβε τα δάνεια την περίοδο 2006-2008, διάστημα κατά το οποίο η ισοτιμία κυμαινόταν σταθερά σε επίπεδα άνω του 1€/1,60CHF, προσεγγίζοντας ακόμη και το 1€/1,69CHF. Σήμερα κυμαίνεται λίγο χαμηλότερα από το επίπεδο του 1€/1,10CHF. Ο Συνήγορος όμως, σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες αφού δέχθηκαν την ευθύνη της Τράπεζας, διέταξαν τη μετατροπή του υπολοίπου του δανείου σε Ευρώ με ισοτιμία μετατροπής την ισχύουσα κατά την εκταμίευση του δανείου, προτείνει η μετατροπή αυτή να γίνει με ισοτιμία 1€/1,40CHF. Με τον τρόπο αυτό όμως η συνολική διαφορά της ισοτιμίας από το χρόνο λήψης των επίμαχων δανείων έως σήμερα που ανέρχεται σε περίπου 0,50 CHF (1€/1,60CHF-1€/1,10CHF), επιρρίπτεται με την υπερβολική αναλογία 2/3 στον δανειολήπτη.
(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)




[2] Ρ. Γιοβανόπουλος, Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου 2014, 647 με εκεί εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΝΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΜΕΝΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και έχει απασχολήσει μεγάλο αριθμό πολιτών: με σκοπό να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο, συμφώνησαν να λάβουν δάνειο από την τράπεζα (ή την εταιρεία leasing), και μέσω αυτού να εξοφλήσουν το τίμημα της πώλησης στον έμπορο αυτοκινήτων, μεταβιβαζόμενων, όμως, όλων των σχετικών δικαιωμάτων από την σύμβαση πώλησης από τον έμπορο στην τράπεζα. Στην σύμβαση αυτή (στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο συμβάσεις, μία περί πώλησης αυτοκινήτου και μία περί χορήγησης δανείου) συνήθως συμβάλλονται στο ίδιο κείμενο και τα τρία μέρη (πωλητής, αγοραστής και τράπεζα) και τις περισσότερες φορές τιτλοφορείται: «Σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου με παρακράτηση κυριότητας και σύμβαση δανείου» (στην νομική θεωρία απαντάται ως «σύμβαση χρηματοδοτημένης πώλησης»). Ωστόσο, επελθούσης και της οικονομικής κρίσης, αρκετοί αγοραστές παρουσίασαν αδυναμία καταβολής των δόσεων, κατέστησαν υπερήμεροι, με αποτέλεσμα να στραφούν τα συμβαλλόμενα πιστωτικά ιδρύματα εναντίον τους. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν το πιστωτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να ζητήσει πίσω το πωληθέν αυτοκίνητο ή όχι και με νομικούς όρους, αν έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την απόδοση της νομής σε αυτό.

Τα τελευταία, κυρίως, τρία χρόνια άρχισαν να δημοσιεύονται αποφάσεις δικαστηρίων που δεχόντουσαν το εξής: αφού ο έμπορος αυτοκινήτων εξοφλήθηκε τελικά από την τράπεζα, δεν τίθεται ζήτημα διατήρησης της παρακράτησης της κυριότητας, η οποία πέρασε αυτοδίκαια στον αγοραστή. Η συμφωνία πώλησης με τον όρο της παρακράτησης κυριότητας (ΑΚ 532) συνίσταται στην αυτοδίκαιη μεταβίβαση της κυριότητας εφόσον εξοφληθεί ολοσχερώς ο πωλητής.  Αφού επομένως ο πωλητής εξοφλήθηκε από την τράπεζα, η κυριότητα πλέον έχει νομίμως περάσει στον αγοραστή. Η τράπεζα διατηρεί μεν την χρηματική της αξίωση χωρίς ωστόσο να μπορεί να προβεί μέσω δικαστικής απόφασης σε αφαίρεση του αυτοκινήτου από την κατοχή του αγοραστή (βλ. ενδεικτικά ΕιρΠειρ 8/2014, ΕιρΑθ 2122/2014, ΕιρΑθ 2184/2014,  ΕιρΑθ 2110/2014). Μάλιστα προχωράνε κάποιες από τις αποφάσεις αυτές και σε περαιτέρω σκέψεις: τα δικαιώματα της νομής και κυριότητας του αυτοκινήτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνεκχωρούνται με την αξίωση για το τίμημα της πώλησης παρά μόνο πρέπει να μεταβιβαστούν ειδικώς σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (βλ. ΑΚ 987, 1094) κατόπιν ειδικής συμφωνίας, μεταβίβαση που όμως δεν είχε λάβει χώρα στις επίδικες περιπτώσεις («Με την παραπάνω εκχώρηση βέβαια  δεν μεταβιβάζονται άνευ άλλου τα υπό αίρεση εμπράγματα δικαιώματα της νομής και της κυριότητας του πράγματος, αφού τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθήσουν την τύχη της εκχωρούμενης απαίτησης»).

Ορισμένες αποφάσεις, από την άλλη πλευρά, δέχονται:
α) ότι είναι νομικά δυνατό να συμφωνήσουν οι συμβαλλόμενοι να θέσουν την μεταβίβαση της κυριότητας υπό τον όρο της εξόφλησης όχι μόνο του πωλητή αλλά και του πιστωτικού ιδρύματος. Τούτο επιτρέπεται βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361) και έχει ήδη διατυπωθεί ως σκέψη σε δικαστική απόφαση με της εξής διατύπωση: «Με τον παραπάνω όρο συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών (πωλητή και αγοραστή, που ενδιαφέρει περισσότερο), ότι τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αυτής (εκτός από την παραπάνω νομική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος) θα εξαρτώνται επιπρόσθετα και υπό δεύτερη νέα αίρεση (συμβατική αυτή την φορά) και πάλι διαλυτική της κυριότητας από την πλευρά της πωλήτριας και αναβλητική από την πλευρά του αγοραστή κατά την οποία η παρακράτηση της κυριότητας θα εξαρτάται πρόσθετα και από την εξόφληση του δανείου»,   και
β) ότι οι εν λόγω συμβάσεις πρέπει να ερμηνευθούν προς την κατεύθυνση της μεταβίβασης και της νομής του αυτοκινήτου, έστω κι αν τούτο δεν προκύπτει ρητά από το συμβατικό κείμενο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα είναι νομέας του οχήματος, δικαιούται να ζητήσει την αφαίρεση αυτού καταθέτοντας, μεταξύ άλλων, και αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής (βλ. λ.χ. ΠΠρΘες 17612/2011). Παράλληλα, δέχονται οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις ότι έχει μεταβιβαστεί καθολικά η έννομη σχέση από τον πωλητή στο πιστωτικό ίδρυμα με την υπογραφή της τριμερούς συμβάσεως και άρα όλα τα δικαιώματα που γεννήθηκαν κατ’ αρχάς στο πρόσωπο του πωλητή, πλέον ανήκουν στο πιστωτικό ίδρυμα.

Ποια, όμως, είναι τελικά η ορθή άποψη;

Η ορθή αξιολόγηση της κάθε περίπτωση εξαρτάται από το κείμενο της σύμβασης που έχει μπροστά του ο εφαρμοστής του δικαίου. Καθότι στο πεδίο του ενοχικού δικαίου ο έλληνας νομοθέτης έχει δώσει μεγάλη ελευθερία κινήσεων στους κοινωνούς, θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζουμε ακριβώς τι συμφώνησαν και υπέγραψαν τα συμβαλλόμενα μέρη ώστε να προβούμε στην σωστή εκτίμηση. Ειδικότερα:

α) Ο όρος της παρακράτησης κυριότητας στην σύμβαση πώλησης, με τον τρόπο που διατυπώνεται στο άρθρο 532 του Αστικού Κώδικα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εφόσον έχει εξοφληθεί από την τράπεζα ο έμπορος, το αυτοκίνητο ανήκει πλέον οριστικά στον αγοραστή. Ωστόσο είναι νομικά δυνατό, ως ελέχθη ανωτέρω, να προχωρήσουν οι συμβαλλόμενοι ένα βήμα παραπέρα: να θέσουν την μεταβίβαση της κυριότητας υπό τον όρο της εξόφλησης όχι μόνο του πωλητή αλλά και του πιστωτικού ιδρύματος. Τούτο επιτρέπεται βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361) και έχει ήδη διατυπωθεί ως σκέψη σε αποφάσεις δικαστηρίων (βλ. ανωτέρω).

β) Η νομή μπορεί φυσικά να μεταβιβαστεί –και άτυπα μάλιστα, δηλ. χωρίς σχετικό έγγραφο μεταβίβασης και ανεξαρτήτως της μεταβίβασης ή μη της κυριότητας του πράγματος (βλ. ΕιρΑθ 2110/2014)- εφόσον υπάρχει τέτοια ειδική πρόβλεψη στο κείμενο της σύμβασης (μεταβίβαση με έκταξη της νομής). Θα πρέπει, δηλ., να έχει προβλεφθεί ειδικώς ότι μεταβιβάζεται η νομή από τον πωλητή στο πιστωτικό ίδρυμα με σχετική παράδοση της κατοχής του αυτοκινήτου και παράλληλα να συντρέχει στο πρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος η λεγόμενη «διάνοια κυρίου», ήτοι η πρόθεση ιδιοποίησης του πράγματος (πρόθεση χρήσης του πράγματος ως δικό του). Η τελευταία, ωστόσο, προϋπόθεση («διάνοια κυρίου») δεν θα συντρέχει στις περισσότερες περιπτώσεις. Τούτο για δύο λόγους:

- Πρώτον, δεν είναι πιθανό να κάνει χρήση η τράπεζα του αυτοκίνητου ως δικού της όταν για την μεταβίβαση της κυριότητας αυτού απαιτείται ο τύπος της έγγραφης σύμβασης επί της υπάρχουσας άδειας κυκλοφορίας και η έκδοση νέας διοικητικής πράξης (νέας άδειας κυκλοφορίας). Άρα εφόσον δεν έχει λάβει χώρα μεταβίβαση της κυριότητας του αυτοκινήτου κατ’ αυτόν τον τρόπο (δεν υπάρχει δηλ. το όνομα της τράπεζας πάνω στην άδεια κυκλοφορίας), δεν φαίνεται πιθανό η τράπεζα να εκδηλώσει πρόθεση ιδιοποίησης.
- Δεύτερον, πρόθεση ιδιοποίησης δεν θα εκδηλώσει η τράπεζα και για τον λόγο ότι λογιστικά και φορολογικά η ίδια, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν παρουσιάζει το όχημα ως πάγιο αγαθό που βρίσκεται στην ιδιοκτησία της. Τούτο δεν εντάσσεται στις προθέσεις της καθότι θα της δημιουργούσε αρκετά ζητήματα σε σχέση με τις οικονομικές της καταστάσεις και θα συνεπαγόταν περαιτέρω έξοδα-βάρη για εκείνη (βλ. λ.χ. χωρίο από σχετική απόφαση: "Τα πιστοδοτικά ιδρύματα δεν ήθελαν παράλληλα, να αποκτήσουν τα ίδια την κυριότητα, ούτε βέβαια και τη νομή, που πρέπει να ασκούν «διανοία κυρίου» των κινητών, αφενός γιατί δεν ενδιέφερε, αφετέρου διότι, εκτός των άλλων, την υποχρέωση για τη φύλαξη και ασφάλιση του κινητού, με όσα έξοδα συνεπάγεται, μετέθεταν συνήθως, ως υποχρέωση, στους αγοραστές").

Με απλά λόγια, η τράπεζα στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν θα αντιλαμβάνεται το όχημα ως δικό της, αλλά απλώς θα επιθυμεί να λάβει τα δανεισθέντα χρήματα πίσω.

γ) Η σχέση της σύμβασης πώλησης μπορεί να μεταβιβαστεί εξ ολοκλήρου από τον πωλητή στην τράπεζα, εφόσον στην συμφωνία αυτή μεταβίβασης όλης της συμβατικής σχέσης συμβληθούν και τα τρία μέρη, δηλ. πωλητής, αγοραστής και τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή συμμεταβιβάζεται και το δικαίωμα υπαναχώρησης και άρα νομίμως η τράπεζα μπορεί να υπαναχωρήσει από την σύμβαση πώλησης με αποτέλεσμα να μπορεί να αιτηθεί ο νομέας και κύριος του αυτοκινήτου την αφαίρεση αυτού. Εφόσον, όμως, η τράπεζα δεν είναι ούτε ιδιοκτήτης αλλά ούτε νομέας του αυτοκινήτου –όπως προελέχθη- δεν μπορεί να ζητήσει η ίδια την αφαίρεση. Αυτό θα πρέπει να το κάνει ο πωλητής, ο οποίος είναι και ο κύριος-νομέας του οχήματος και υπέρ του οποίου έχει τεθεί η παρακράτηση κυριότητας.

Το συμπέρασμα, άρα, που προκύπτει είναι ότι η αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την διατύπωση της συγκεκριμένης σύμβασης. Όντως, την πενταετία προ του 2009, το κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα είχε τις δικές του συμβάσεις χρηματοδοτημένης πώλησης αυτοκινήτου οι οποίες είχαν συνταχθεί με βάση τις προτάσεις των νομικών του συμβούλων. Δεν είναι όλες οι συμβάσεις ίδιες, όσο κι αν τελικώς το οικονομικό αποτέλεσμα που ήθελαν να πετύχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν παρόμοιο. Η παραμικρή λέξη, η τυχόν διαφοροποίηση στην διατύπωση ενός όρου, μπορεί να έχει πολύ μεγάλη σημασία στην τελική κατάληξη της διαφοράς· στο αν τελικώς νομίμως αιτείται η τράπεζα την αφαίρεση του αυτοκινήτου ή όχι. Στις περισσότερες, όμως, των περιπτώσεων φαίνεται ότι η τράπεζα δικαιούται μεν να υπαναχωρήσει από την σύμβαση πώλησης αλλά δεν δικαιούται η ίδια να ζητήσει την απόδοση του αυτοκινήτου. Τούτο θα πρέπει να το κάνει ο ίδιος ο πωλητής εγείροντας το σχετικό ένδικο βοήθημα ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)