Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΝΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΜΕΝΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και έχει απασχολήσει μεγάλο αριθμό πολιτών: με σκοπό να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο, συμφώνησαν να λάβουν δάνειο από την τράπεζα (ή την εταιρεία leasing), και μέσω αυτού να εξοφλήσουν το τίμημα της πώλησης στον έμπορο αυτοκινήτων, μεταβιβαζόμενων, όμως, όλων των σχετικών δικαιωμάτων από την σύμβαση πώλησης από τον έμπορο στην τράπεζα. Στην σύμβαση αυτή (στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο συμβάσεις, μία περί πώλησης αυτοκινήτου και μία περί χορήγησης δανείου) συνήθως συμβάλλονται στο ίδιο κείμενο και τα τρία μέρη (πωλητής, αγοραστής και τράπεζα) και τις περισσότερες φορές τιτλοφορείται: «Σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου με παρακράτηση κυριότητας και σύμβαση δανείου» (στην νομική θεωρία απαντάται ως «σύμβαση χρηματοδοτημένης πώλησης»). Ωστόσο, επελθούσης και της οικονομικής κρίσης, αρκετοί αγοραστές παρουσίασαν αδυναμία καταβολής των δόσεων, κατέστησαν υπερήμεροι, με αποτέλεσμα να στραφούν τα συμβαλλόμενα πιστωτικά ιδρύματα εναντίον τους. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν το πιστωτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να ζητήσει πίσω το πωληθέν αυτοκίνητο ή όχι και με νομικούς όρους, αν έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την απόδοση της νομής σε αυτό.

Τα τελευταία, κυρίως, τρία χρόνια άρχισαν να δημοσιεύονται αποφάσεις δικαστηρίων που δεχόντουσαν το εξής: αφού ο έμπορος αυτοκινήτων εξοφλήθηκε τελικά από την τράπεζα, δεν τίθεται ζήτημα διατήρησης της παρακράτησης της κυριότητας, η οποία πέρασε αυτοδίκαια στον αγοραστή. Η συμφωνία πώλησης με τον όρο της παρακράτησης κυριότητας (ΑΚ 532) συνίσταται στην αυτοδίκαιη μεταβίβαση της κυριότητας εφόσον εξοφληθεί ολοσχερώς ο πωλητής.  Αφού επομένως ο πωλητής εξοφλήθηκε από την τράπεζα, η κυριότητα πλέον έχει νομίμως περάσει στον αγοραστή. Η τράπεζα διατηρεί μεν την χρηματική της αξίωση χωρίς ωστόσο να μπορεί να προβεί μέσω δικαστικής απόφασης σε αφαίρεση του αυτοκινήτου από την κατοχή του αγοραστή (βλ. ενδεικτικά ΕιρΠειρ 8/2014, ΕιρΑθ 2122/2014, ΕιρΑθ 2184/2014,  ΕιρΑθ 2110/2014). Μάλιστα προχωράνε κάποιες από τις αποφάσεις αυτές και σε περαιτέρω σκέψεις: τα δικαιώματα της νομής και κυριότητας του αυτοκινήτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνεκχωρούνται με την αξίωση για το τίμημα της πώλησης παρά μόνο πρέπει να μεταβιβαστούν ειδικώς σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (βλ. ΑΚ 987, 1094) κατόπιν ειδικής συμφωνίας, μεταβίβαση που όμως δεν είχε λάβει χώρα στις επίδικες περιπτώσεις («Με την παραπάνω εκχώρηση βέβαια  δεν μεταβιβάζονται άνευ άλλου τα υπό αίρεση εμπράγματα δικαιώματα της νομής και της κυριότητας του πράγματος, αφού τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθήσουν την τύχη της εκχωρούμενης απαίτησης»).

Ορισμένες αποφάσεις, από την άλλη πλευρά, δέχονται:
α) ότι είναι νομικά δυνατό να συμφωνήσουν οι συμβαλλόμενοι να θέσουν την μεταβίβαση της κυριότητας υπό τον όρο της εξόφλησης όχι μόνο του πωλητή αλλά και του πιστωτικού ιδρύματος. Τούτο επιτρέπεται βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361) και έχει ήδη διατυπωθεί ως σκέψη σε δικαστική απόφαση με της εξής διατύπωση: «Με τον παραπάνω όρο συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών (πωλητή και αγοραστή, που ενδιαφέρει περισσότερο), ότι τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αυτής (εκτός από την παραπάνω νομική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος) θα εξαρτώνται επιπρόσθετα και υπό δεύτερη νέα αίρεση (συμβατική αυτή την φορά) και πάλι διαλυτική της κυριότητας από την πλευρά της πωλήτριας και αναβλητική από την πλευρά του αγοραστή κατά την οποία η παρακράτηση της κυριότητας θα εξαρτάται πρόσθετα και από την εξόφληση του δανείου»,   και
β) ότι οι εν λόγω συμβάσεις πρέπει να ερμηνευθούν προς την κατεύθυνση της μεταβίβασης και της νομής του αυτοκινήτου, έστω κι αν τούτο δεν προκύπτει ρητά από το συμβατικό κείμενο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα είναι νομέας του οχήματος, δικαιούται να ζητήσει την αφαίρεση αυτού καταθέτοντας, μεταξύ άλλων, και αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής (βλ. λ.χ. ΠΠρΘες 17612/2011). Παράλληλα, δέχονται οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις ότι έχει μεταβιβαστεί καθολικά η έννομη σχέση από τον πωλητή στο πιστωτικό ίδρυμα με την υπογραφή της τριμερούς συμβάσεως και άρα όλα τα δικαιώματα που γεννήθηκαν κατ’ αρχάς στο πρόσωπο του πωλητή, πλέον ανήκουν στο πιστωτικό ίδρυμα.

Ποια, όμως, είναι τελικά η ορθή άποψη;

Η ορθή αξιολόγηση της κάθε περίπτωση εξαρτάται από το κείμενο της σύμβασης που έχει μπροστά του ο εφαρμοστής του δικαίου. Καθότι στο πεδίο του ενοχικού δικαίου ο έλληνας νομοθέτης έχει δώσει μεγάλη ελευθερία κινήσεων στους κοινωνούς, θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζουμε ακριβώς τι συμφώνησαν και υπέγραψαν τα συμβαλλόμενα μέρη ώστε να προβούμε στην σωστή εκτίμηση. Ειδικότερα:

α) Ο όρος της παρακράτησης κυριότητας στην σύμβαση πώλησης, με τον τρόπο που διατυπώνεται στο άρθρο 532 του Αστικού Κώδικα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εφόσον έχει εξοφληθεί από την τράπεζα ο έμπορος, το αυτοκίνητο ανήκει πλέον οριστικά στον αγοραστή. Ωστόσο είναι νομικά δυνατό, ως ελέχθη ανωτέρω, να προχωρήσουν οι συμβαλλόμενοι ένα βήμα παραπέρα: να θέσουν την μεταβίβαση της κυριότητας υπό τον όρο της εξόφλησης όχι μόνο του πωλητή αλλά και του πιστωτικού ιδρύματος. Τούτο επιτρέπεται βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361) και έχει ήδη διατυπωθεί ως σκέψη σε αποφάσεις δικαστηρίων (βλ. ανωτέρω).

β) Η νομή μπορεί φυσικά να μεταβιβαστεί –και άτυπα μάλιστα, δηλ. χωρίς σχετικό έγγραφο μεταβίβασης και ανεξαρτήτως της μεταβίβασης ή μη της κυριότητας του πράγματος (βλ. ΕιρΑθ 2110/2014)- εφόσον υπάρχει τέτοια ειδική πρόβλεψη στο κείμενο της σύμβασης (μεταβίβαση με έκταξη της νομής). Θα πρέπει, δηλ., να έχει προβλεφθεί ειδικώς ότι μεταβιβάζεται η νομή από τον πωλητή στο πιστωτικό ίδρυμα με σχετική παράδοση της κατοχής του αυτοκινήτου και παράλληλα να συντρέχει στο πρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος η λεγόμενη «διάνοια κυρίου», ήτοι η πρόθεση ιδιοποίησης του πράγματος (πρόθεση χρήσης του πράγματος ως δικό του). Η τελευταία, ωστόσο, προϋπόθεση («διάνοια κυρίου») δεν θα συντρέχει στις περισσότερες περιπτώσεις. Τούτο για δύο λόγους:

- Πρώτον, δεν είναι πιθανό να κάνει χρήση η τράπεζα του αυτοκίνητου ως δικού της όταν για την μεταβίβαση της κυριότητας αυτού απαιτείται ο τύπος της έγγραφης σύμβασης επί της υπάρχουσας άδειας κυκλοφορίας και η έκδοση νέας διοικητικής πράξης (νέας άδειας κυκλοφορίας). Άρα εφόσον δεν έχει λάβει χώρα μεταβίβαση της κυριότητας του αυτοκινήτου κατ’ αυτόν τον τρόπο (δεν υπάρχει δηλ. το όνομα της τράπεζας πάνω στην άδεια κυκλοφορίας), δεν φαίνεται πιθανό η τράπεζα να εκδηλώσει πρόθεση ιδιοποίησης.
- Δεύτερον, πρόθεση ιδιοποίησης δεν θα εκδηλώσει η τράπεζα και για τον λόγο ότι λογιστικά και φορολογικά η ίδια, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν παρουσιάζει το όχημα ως πάγιο αγαθό που βρίσκεται στην ιδιοκτησία της. Τούτο δεν εντάσσεται στις προθέσεις της καθότι θα της δημιουργούσε αρκετά ζητήματα σε σχέση με τις οικονομικές της καταστάσεις και θα συνεπαγόταν περαιτέρω έξοδα-βάρη για εκείνη (βλ. λ.χ. χωρίο από σχετική απόφαση: "Τα πιστοδοτικά ιδρύματα δεν ήθελαν παράλληλα, να αποκτήσουν τα ίδια την κυριότητα, ούτε βέβαια και τη νομή, που πρέπει να ασκούν «διανοία κυρίου» των κινητών, αφενός γιατί δεν ενδιέφερε, αφετέρου διότι, εκτός των άλλων, την υποχρέωση για τη φύλαξη και ασφάλιση του κινητού, με όσα έξοδα συνεπάγεται, μετέθεταν συνήθως, ως υποχρέωση, στους αγοραστές").

Με απλά λόγια, η τράπεζα στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν θα αντιλαμβάνεται το όχημα ως δικό της, αλλά απλώς θα επιθυμεί να λάβει τα δανεισθέντα χρήματα πίσω.

γ) Η σχέση της σύμβασης πώλησης μπορεί να μεταβιβαστεί εξ ολοκλήρου από τον πωλητή στην τράπεζα, εφόσον στην συμφωνία αυτή μεταβίβασης όλης της συμβατικής σχέσης συμβληθούν και τα τρία μέρη, δηλ. πωλητής, αγοραστής και τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή συμμεταβιβάζεται και το δικαίωμα υπαναχώρησης και άρα νομίμως η τράπεζα μπορεί να υπαναχωρήσει από την σύμβαση πώλησης με αποτέλεσμα να μπορεί να αιτηθεί ο νομέας και κύριος του αυτοκινήτου την αφαίρεση αυτού. Εφόσον, όμως, η τράπεζα δεν είναι ούτε ιδιοκτήτης αλλά ούτε νομέας του αυτοκινήτου –όπως προελέχθη- δεν μπορεί να ζητήσει η ίδια την αφαίρεση. Αυτό θα πρέπει να το κάνει ο πωλητής, ο οποίος είναι και ο κύριος-νομέας του οχήματος και υπέρ του οποίου έχει τεθεί η παρακράτηση κυριότητας.

Το συμπέρασμα, άρα, που προκύπτει είναι ότι η αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την διατύπωση της συγκεκριμένης σύμβασης. Όντως, την πενταετία προ του 2009, το κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα είχε τις δικές του συμβάσεις χρηματοδοτημένης πώλησης αυτοκινήτου οι οποίες είχαν συνταχθεί με βάση τις προτάσεις των νομικών του συμβούλων. Δεν είναι όλες οι συμβάσεις ίδιες, όσο κι αν τελικώς το οικονομικό αποτέλεσμα που ήθελαν να πετύχουν τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν παρόμοιο. Η παραμικρή λέξη, η τυχόν διαφοροποίηση στην διατύπωση ενός όρου, μπορεί να έχει πολύ μεγάλη σημασία στην τελική κατάληξη της διαφοράς· στο αν τελικώς νομίμως αιτείται η τράπεζα την αφαίρεση του αυτοκινήτου ή όχι. Στις περισσότερες, όμως, των περιπτώσεων φαίνεται ότι η τράπεζα δικαιούται μεν να υπαναχωρήσει από την σύμβαση πώλησης αλλά δεν δικαιούται η ίδια να ζητήσει την απόδοση του αυτοκινήτου. Τούτο θα πρέπει να το κάνει ο ίδιος ο πωλητής εγείροντας το σχετικό ένδικο βοήθημα ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)      

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Οι εξελίξεις στο πρόβλημα των δανείων σε ελβετικά φράγκα και η δυνατότητα άμεσης προστασίας, μέσω της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Η πρόσφατη (15.1.2015) απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας (SNB) να σταματήσει τις παρεμβάσεις της στις χρηματαγορές με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου άνω του 1,20, χαρακτηρίστηκε αρχικά από την πλειοψηφία των αναλυτών ως κεραυνός εν αιθρία και προκάλεσε μέσα σε λίγα λεπτά ένα ισχυρότατο σοκ, που οδήγησε την ισοτιμία έως και στο 0,85. Η κίνηση αυτή που προσομοιάστηκε με «πυρηνική βόμβα»[1], καθώς τόσο ραγδαία μεταβολή δεν έχει συμβεί για πάνω από τριάντα χρόνια, υπαγορεύθηκε, κατά την κυρίαρχη μάλλον άποψη, από την ανάγκη προσαρμογής της νομισματικής πολιτικής της SNB στην τρέχουσα χρηματοοικονομική συγκυρία. 
Η λειτουργία του ελβετικού τραπεζικού συστήματος, ως παγκόσμιου ασφαλούς καταφυγίου, είχε οδηγήσει, ήδη από τα τέλη του 2010 και ενώ η ευρωπαϊκή κρίση χρέους διογκωνόταν, σε μαζική ροή κεφαλαίων  προς αυτό με συνέπεια την αύξηση της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου, λόγω της αυξανόμενης ζήτησης για ελβετικά φράγκα. Η τάση αυτή κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2011, οπότε, σε συνδυασμό με την τότε κορύφωση της ευρωπαϊκής κρίσης, η ισοτιμία άγγιξε το 1,10. Τότε η SNB, προς αποτροπή της επιζήμιας για τις ελβετικές εξαγωγές και εν γένει την ελβετική οικονομία ανατίμηση του φράγκου, ανακοίνωσε την απεριόριστη παρέμβασή της στις χρηματαγορές για τη διατήρηση της ισοτιμίας άνω του 1,20, την οποία μάλιστα επιβεβαίωνε διαρκώς έκτοτε[2] . Με μια απλουστευτική προσέγγιση κατά την περίοδο αυτή η SNB, αγόραζε διαρκώς ευρώ, πουλώντας ελβετικά φράγκα, το προνόμιο έκδοση των οποίων κατέχει αποκλειστικά, ώστε να αντισταθμίζει την αυξανόμενη ζήτηση στο βαθμό που η τιμή διατηρείτο περίπου στο 1,20. Αυτή η πρακτική είχε ως συνέπεια τη συσσώρευση στο ενεργητικό της περιουσιακών στοιχείων σε ευρώ αξίας περί τα 174 δις, τα οποία αντιστοιχούν στο 40% του συνολικού ενεργητικού της, που ανήλθε στο 80% του ΑΕΠ της Ελβετίας, τη στιγμή που τα αντίστοιχα ποσοστά για τις τρείς βασικές Κεντρικές Τράπεζες (Bank of England, European Central Bank και Fed) βρίσκονται περί το 25%[3]. Αυτό συνεπάγεται και αντίστοιχη έκθεση της  SNB σε κινδύνους προερχόμενους από οποιαδήποτε πιθανή υποτίμηση του ευρώ. Παράλληλα, τα αποτελέσματα της απόφασης αυτής δεν ήταν απολύτως ενθαρρυντικά. Μπορεί μεν ο ρυθμός ανάπτυξης να ήταν μεγαλύτερος από αυτόν της Ευρωζώνης, όμως ο πληθωρισμός παρέμεινε μηδενικός στο χείλος του αποπληθωρισμού[4].
Όντας υπερεκτεθειμένη στο Ευρώ, χωρίς να έχουν αλλάξει στο ελάχιστο οι προαναφερθείσες συνθήκες που οδήγησαν στην αύξηση των χρηματοροών προς το ελβετικό πιστωτικό σύστημα, αντίθετα να έχουν επιβαρυνθεί από νέες πιέσεις (Ρωσική νομισματική κρίση), η SNB δεν θα μπορούσε να παλέψει άλλο να διατηρήσει μια τεχνητή ισοτιμία, που δεν αντανακλούσε στο ελάχιστο της συνθήκες της αγοράς. Καθοριστικός παράγοντας εν τέλει στάθηκε η προεξόφληση της αυριανής (22.1.2015) απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ποσοτική νομισματική χαλάρωση, μέσω της αγοράς ομολόγων, ύψους άνω των 500 δις ευρώ. Η πιθανολογούμενη και λογικώς αναμενόμενη υποτίμηση που θα προκαλέσει στο Ευρώ θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί από την SNB. Κάποιοι έκαναν λόγο ακόμη και για προεξόφληση διάλυσης της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης[5] , χωρίς βεβαίως μια τέτοια θέση να φαίνεται λογική από την έκταση της μεταβολής. Έτσι, η SNB αποφάσισε να λάβει την επίπονη απόφαση για την ίδια και την ελβετική οικονομία τώρα, ώστε να αποφύγει πολύ βαθύτερες συνέπειες στο μέλλον[6][7]. Βεβαίως, από την εξέλιξη της ισοτιμίας την τελευταία εβδομάδα, προκύπτει πως η SNB δεν έπαυσε τελείως τις παρεμβάσεις της, αλλά απλώς μείωσε τον πήχη περίπου στο 1 ευρώ/ελβετικό φράγκο, ώστε να βρεθεί πιο κοντά στην πραγματική ισοτιμία. Παράλληλα, στην κατεύθυνση της μείωσης της ζήτησης στην αγορά ελβετικών φράγκων και συνεπώς της αντιμετώπισης της ανατίμησης του φράγκου,  μείωσε όλα τα επιτόκια της, ενώ έθεσε το στόχο για το Libor 3M μεταξύ -0,25% και -1,25%, αντί για -0,25% έως -0,75%[8].
Ο συνδυασμός των προαναφερθέντων παραγόντων οδηγεί πλέον σε εκτιμήσεις[9] για σταθεροποίηση της ισοτιμίας γύρω από το  1 ευρώ/ελβετικό φράγκο για τουλάχιστον τους επόμενους 12 μήνες, χωρίς βεβαίως να πρέπει να υποτιμάται το ενδεχόμενο περαιτέρω ανατίμησης του φράγκου, καθώς το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται να βρίσκεται σε περίοδο ακραίας μεταβλητότητας, στο πλαίσιο ευρύτατων οικονομικών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων που κυοφορούνται. Αυτό βεβαίως φέρνει ξανά στο επίκεντρο το μείζον πρόβλημα των δανειοληπτών σε ελβετικά φράγκα. Ήδη επιβαρυμένοι από την πτώση της ισοτιμίας από το 1,60 περίπου, κατά την περίοδο λήψη των επίμαχων δανείων (2006-2007), στο 1,20, βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με  μια επιπλέον εκτίναξη κατά 20% σε μερικές ώρες, η οποία μάλιστα δεν φαίνεται κατά τα ανωτέρω να είναι παροδική, του δανειακού τους φορτίου.
Η νομική θεμελίωση των αξιώσεων κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων και του κατάλληλου τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος έχει ήδη αναλυθεί σε σχετικά μας ενημερωτικά δελτία στο παρελθόν, έχει δε επιρρωθεί από αρκετές μέχρι σήμερα αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, αλλά ακόμη και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt). Όμως η πρόσφατη ανατίμηση του φράγκου και η άμεση επίδραση αυτής στις καταβλητέες δόσεις ήδη από τον επόμενο μήνα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσης προστασίας των δανειοληπτών. Χαρακτηριστικά για δάνειο σε ελβετικά φράγκα με διάρκεια 300 μηνών ύψους 100.000 ευρώ, που ελήφθη το έτος 2008, η μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών στην ισοτιμία και στα επιτόκια, ανήλθε από 559 ευρώ κατά την αρχή της περιόδου αποπληρωμής σε 655 ευρώ σήμερα[10].
Η προσφορότερη δικονομική δυνατότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης. Συγκεκριμένα, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας παρέχει στο αρμόδιο δικαστή μια ευρεία εξουσία να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα διαπλαστικού χαρακτήρα παρεμβαίνοντας σε υφιστάμενη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό εξάλλου έχει εκδοθεί πλήθος προσφάτων αποφάσεων που διατάσσουν την καταβολή μειωμένου μισθώματος, στο ύψος που πιθανολογείται ότι τελικά θα επιδικαστεί, από τον μισθωτή, στο πλαίσιο αγωγής για μείωση του μισθώματος, λόγω της πρωτοφανούς μείωσης των μισθωτικών αξιών. Έτσι, ο δανειολήπτης μπορεί να αιτηθεί στο δικαστήριο την καταβολή τοκοχρεολυτικής δόσης, υπολογιζόμενης με την ισοτιμία κατά το χρόνο λήψης του δανείου[11]. Αυτό γίνεται απολύτως δεκτό στην ήδη εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 342/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, η οποία μάλιστα εκδόθηκε πριν την πρόσφατη ανατίμηση του φράγκου και διατάσσει την καταβολή δόσεων υπολογισμένων με βάση την ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά το χρόνο λήψης του δανείου, ήτοι το 2006 μέχρι την έκδοση απόφασης επί σχετικής αγωγής του δανειολήπτη. Τέλος, οι πολιτικές εξαγγελίες τον τελευταίων ημερών[12], ιδίως ενόψει των επικείμενων εκλογών φαίνεται να στοχεύουν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση της τελευταίας μόνο ανατίμησης, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τη ρίζα του προβλήματος και χωρίς να αντιμετωπίζουν τη συνολική επιβάρυνση των δανειοληπτών, η οποία σημειωτέον είναι σχεδόν διπλάσια μεταξύ των ετών 2007-2014, σε σχέσης με την αμέσως πρόσφατη. Στην ίδια λογική[13] κινούνται και οι προτάσεις των τραπεζών για προσωρινή ρύθμιση των καταβλητέων δόσεων, οι οποίες επίσης αποσκοπούν στην αντιμετώπιση μόνο της πρόσφατης μεταβολής. Οι λύσεις αυτές, πέραν του ότι δεν οδηγούν σε μια βιώσιμη κατάσταση για τους δανειολήπτες, παρά μεταθέτουν το πρόβλημα στο διηνεκές, εμπεριέχουν, ακόμη και αν δεν συντελείται με την τυπική νομική έννοια, αναγνώριση του συνόλου του χρέους και απεμπόληση των αξιώσεων κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ρύθμιση της επίδρασης στη δανεική σύμβαση μόνο της πρόσφατης πτώσης της ισοτιμίας από το 1,20 στο 1 , εμπεριέχει τη λογική αναγνώριση ως «δίκαιης» της μεταβολής κατά την περίοδο 2007-2014, η οποία όπως προαναφέρθηκε είναι κατά πολύ μεγαλύτερη.
Συνεπώς, με τα σημερινά δεδομένα μόνη ασφαλής οδός για την απόκρουση του κινδύνου που τίθεται στην οικονομική κατάσταση και την περιουσία των δανειοληπτών σε ελβετικά φράγκα είναι η προσφυγή στη δικαστική κρίση με αίτημα την προπεριγραφείσα προσωρινή προστασία.
(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)



[1] http://www.bloomberg.com/news/2015-01-20/swiss-turmoil-spreading-in-europe-as-saxo-credit-suisse-hurt.html
[2] http://www.bloomberg.com/news/2013-09-19/snb-affirms-franc-ceiling-commitment-to-protect-swiss-economy.html
[3] http://www.ft.com/intl/fastft/263142/why-did-snb-really-drop-its-peg-guest-chart
[4] http://blogs.wsj.com/briefly/2015/01/15/what-happened-with-the-swiss-franc-the-short-answer/
[5] http://seekingalpha.com/article/2831676-does-the-swiss-national-bank-forecast-the-end-of-the-euro-currency?page=2
[6] http://www.businessweek.com/news/2015-01-21/ubs-s-weber-defends-snb-decision-to-abandon-cap-on-franc
[7] Αλλά και πειστικός αντίλογος στην επιχειρηματολογία αυτή http://www.economist.com/blogs/freeexchange/2015/01/switzerlands-monetary-policy
[8] http://www.bloomberg.com/news/2015-01-15/snb-unexpectedly-gives-up-cap-on-franc-lowers-deposit-rate.html
[9] Ενδεικτικά στη σελίδα 15 https://www.commerzbank.com/media/en/research/economic_research/aktuell_1/wif.pdf
[10] http://s.kathimerini.gr/resources/2015-01/s25_2001elvetiko-fragko-daneia-thumb-large.jpg
[11] Η άποψη αυτή διατυπώθηκε με ευρεία αποδοχή στη διημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος και του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών & Υποψηφίων Διδακτόρων Νομικής Α.Π.Θ. με θέμα «H Προστασία από τις Τραπεζικές Συμβάσεις», που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2014 στη Θεσσαλονίκη και σχηματοποιήθηκε ιδίως στην σχετική εισήγηση του Πρωτοδίκη Δ.Ν.  κ. Χρήστου Τριανταφυλλίδη.
[12] Ο Α. Σαμαράς δεσμεύτηκε ότι από τους πρώτους νόμους που θα κατατεθούν στη Βουλή, αμέσως μετά τις εκλογές, θα είναι αυτός που θα αφορά το ζήτημα που προέκυψε από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε βάρος 70.000 δανειοληπτών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, διαβεβαίωσε ότι θα συμπεριλάβει τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα στο πρόγραμμα νέας σεισάχθειας και θα εξετάσει την εφαρμογή ειδικού προγράμματος ρύθμισης στο πλαίσιο ενός ενδιάμεσου φορέα, εξετάζοντας χωριστά την κάθε περίπτωση και με την αρχή ότι οι τράπεζες θα πρέπει να συμμετέχουν κατά ένα μέρος στη νέα ζημιά των δανειοληπτών, ενώ δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να επιλύσει το θέμα νομοθετικά, εναρμονίζοντας την ελληνική νομοθεσία με τις δικαστικές αποφάσεις. Πηγή http://www.capital.gr/News.asp?id=2204111
[13] http://logistikoskosmos.blogspot.gr/2015/01/blog-post_366.html