Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ευθύνη εγγυητή σε σύμβαση δανείου - Πότε είναι δυνατή η ακύρωση διαταγής πληρωμής που έχει εκδοθεί σε βάρος εγγυητή;

Μεγάλος όγκος πληροφορίας υπάρχει αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο σχετικά με την ευθύνη του εγγυητή δανείου με αντισυμβαλλόμενο πιστωτικό ίδρυμα. Το ζήτημα είναι επίκαιρο λόγω της πληθώρας των καταγγελμένων δανειακών συμβάσεων αλλά και άκρως ενδιαφέρον καθότι πρόκειται για την ευθύνη ενός τρίτου προσώπου, συνήθως συγγενικού του πρωτοφειλέτη, που για χαριστικούς, τις περισσότερες φορές λόγους, έθεσε την περιουσία του υπέγγυα στους δανειστές του πρωτοφειλέτη. Τα πιστωτικά ιδρύματα, αρκετές φορές, δεν έλεγχαν καν την φερεγγυότητα του εγγυητή, ή τουλάχιστον δεν τα ενδιέφερε αν ήταν αξιόχρεος ή όχι. Αρκεί να υπήρχε η υπογραφή του στη σύμβαση. Τα τελευταία χρόνια μετά τις αλλεπάλληλες καταγγελίες δανειακών συμβάσεων και την μετάβαση στο στάδιο της δικαστικής διεκδίκησης, οι εγγυητές έχουν βρεθεί σε αρκετά δύσκολη θέση, ιδίως όταν έρχονται στο σημείο να ευθύνονται για μεγάλα χρηματικά ποσά τα οποία δεν είχαν ποτέ απολαύσει οι ίδιοι, αλλά οι, συνήθως συγγενείς τους, πρωτοφειλέτες.

Σε αυτές τις περιπτώσεις εγγύησης, το βασικό ερώτημα όλων είναι πώς μπορούν να απαλλαχθούν από τα μετακυλιόμενα σε αυτούς χρέη. Εύκολες απαντήσεις εδώ δεν υπάρχουν. Κάθε περίπτωση θέλει αρκετή έρευνα ώστε να εξετασθεί αν υπάγεται σε κάποιες από τις περιπτώσεις στις οποίες η νομολογία μας έχει δεχθεί την απαλλαγή του εγγυητή. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε τις εξής περιπτώσεις:

α) Ακυρότητα όρου περί παραίτησης από ένσταση διζήσεως
Η ένσταση διζήσεως είναι με απλά λόγια το δικαίωμα που έχει ο εγγυητής να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής προς τον δανειστή, ωσότου ο τελευταίος επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη. Μόνο εφόσον η εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη αποβεί άκαρπη μπορεί να υποχρεωθεί ο εγγυητής να εκπληρώσει ο ίδιος την οφειλή. Το βασικό αυτό δικαίωμα προβλέπεται μεν από τον Αστικό Κώδικα (ΑΚ 855), ωστόσο είναι νομικά έγκυρη η παραίτηση από αυτό με σχετικό όρο μέσα στην σύμβαση της εγγύησης. Περιττό να πούμε ότι όλα τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν συμπεριλάβει τέτοιο όρο παραίτησης μέσα στις συμβάσεις τους. Το ζήτημα, όμως, που προκύπτει και έχει ενδιαφέρον είναι αν η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο των Γενικών Όρων των Συναλλαγών (ν. 2251/1994). Για να μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ένας τέτοιος όρος θα πρέπει να είναι διαφανής, δηλ. να κατανοεί ο εγγυητής το τι υπογράφει, και στη συγκεκριμένη περίπτωση να κατανοεί ποια είναι η σημασία της φράσης "ένσταση διζήσεως". Εδώ οι απόψεις διίστανται: κατά την απόφαση 5253/2003 του Εφετείου Αθηνών ο όρος σε σύμβαση στεγαστικού δανείου που προέβλεπε παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως δεν είναι αδιαφανής και άρα καταχρηστικός, επειδή ο εγγυητής έχει την δυνατότητα να ενημερωθεί για τη σημασία της νομικής έννοιας "ένσταση διζήσεως" από τον νομικό του παραστάτη (τον δικηγόρο του). Αντίθετα έχει αποφανθεί το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ' αριθμ. 1990/2004 απόφασή του. Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στις συμβάσεις τους επεξήγηση της ενστάσεως αυτής και άρα πλέον ο όρος έχει καταστεί διαφανής, ανεξάρτητα της συνδρομής νομικού παραστάτη ή μη. Το ζήτημα παραμένει, ωστόσο, για όσες τραπεζικές συμβάσεις δεν έχουν την σχετική επεξήγηση.

β) Ένσταση ελευθερώσεως εγγυητή βάσει πταίσματος του πιστωτικού ιδρύματος
Η ανεύθυνη πίστωση προς τον πρωτοφειλέτη μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη απαλλαγή του εγγυητή κατά την ΑΚ 862. Σύμφωνα με την ΑΚ 862 ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Τούτο μπορεί να συμβεί, μεταξύ άλλων, και αν ο δανειστής, γνωρίζοντας ή πάντως αγνοώντας από ελαφρά ή βαριά αμέλεια την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του πρωτοφείλετη και την απουσία κάθε ελπίδας για ανάκαμψη, αμελεί για μακρό χρονικό διάστημα να στραφεί δικαστικά ή να εγγράψει εμπράγματα βάρη κατά του πρωτοφειλέτη υπολογίζοντας ως βέβαιη και μόνη πηγή ικανοποίησης τον αμέτοχο στην φάση αυτή εγγυητή, συντελώντας με την περαιτέρω πίστωση στην υπερχρέωση του πρωτοφειλέτη (Βλ. ΜΠρΑθ 199/2009, ΝΟΜΟΣ: «Η αδιαφορία ή η καθυστέρηση από μέρους του δανειστή λήψης κατάλληλων μέτρων έναντι του πρωτοφειλέτη ενέχει το στοιχείο του πταίσματος και της αντίστοιχης ευθύνης, που αντανακλάται στις σχέσεις του δανειστή με τον εγγυητή»). Ενισχυτικώς, εξάλλου, προς το πταίσμα του δανειστή δρα και παραβίαση της σχετικής υποχρέωσής του ενημέρωσης του εγγυητή (απορρέουσα εκ της ΑΚ 288) σχετικά με πιθανή μεταβολή προς το δυσμενέστερο της προσωπικής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη η οποία περιήλθε, ή όφειλε να περιέλθει, σε γνώση του μέσω των τακτικών ελέγχων που διενεργεί (Βλ. Μάρκου, Η υποχρέωση του δανειστή προς πληροφόρηση του εγγυητή, ΔΕΕ 2002/362, σ. 366-367: «Στις υποχρεώσεις αυτές του δανειστή συγκαταλέγεται και η υποχρέωση ενημέρωσης του εγγυητή για γεγονότα, τα οποία επιφέρουν μεταβολή στην ως τώρα προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και τα οποία χειροτερεύουν τη θέση του εγγυητή. […] Πρόκειται ειδικότερα για υποχρέωσή του προς παροχή πληροφοριών κυρίως υπό την μορφή ειδοποιήσεως και ανακοινώσεων στοιχείων στον εγγυητή για (άγνωστα σ’ αυτόν) στοιχεία, τα οποία περιέρχονται στην κατοχή του και αφορούν την κατάσταση της κύριας οφειλής, την προσωπική ή περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, εφόσον αυτά in concreto επιδρούν στην ικανότητά του προς εκπλήρωση της οφειλής ή των οποίων η επέλευση καθιστά τη θέση του εγγυητή δυσμενέστερη»). Εφόσον δεν ενημερώθηκε εγκαίρως σχετικώς ο εγγυητής από τον δανειστή για άγνωστα σ’ αυτόν δυσμενή στοιχεία τα οποία περιέρχονται στην κατοχή του δανειστή μέσω περιοδικών ελέγχων, αυτομάτως χάνει εν τοις πράγμασι την δυνατότητα να λάβει εξασφαλιστικά μέτρα προς προστασία του. Τούτο μάλιστα ιδίως όταν ο εγγυητής δεν μετέχει de facto ή μέσω έννομων σχέσεων στην επιχείρηση του οφειλέτη και άρα δεν μπορεί να έχει ιδία γνώση εκ των ενόντων.

Παράλληλα, υπέρ της συγκεκριμένης εφαρμογής της ΑΚ 862 έρχεται να υπερθεματίσει και η ιδιαίτερη φύση της αιτίας της εγγύησης η οποία επιβεβαιώνει τον παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα αυτής έναντι της κύριας οφειλής. Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, εξέχουσα προσωπικότητα του ενοχικού δικαίου στην Ελλάδα (Λιτζερόπουλος) έγραφε: «ο δανειστής ως εκ τούτου πρέπει να φείδεται κατά το δυνατόν των συμφερόντων του εγγυητή».

Εν όψει όλων των παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο δανειστής οφείλει να μεριμνά για τα εύλογα συμφέροντα του εγγυητή. Ο εγγυητής είναι πάντα τρίτος και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως κύριος οφειλέτης. Κυρίως ο δανειστής δεν μπορεί να επαναπαύεται επειδή εξασφάλισε την εγγύηση ενός τρίτου, φερέγγυου προσώπου και να αδιαφορεί από κει και πέρα για την τύχη της κύριας απαίτησής του έναντι του οφειλέτη. Ο εγγυητής δεν δίνει λευκή επιταγή στα άλλα δύο μέρη να κάνουν ότι θέλουν και σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά να επωμισθεί μόνος του το οικονομικό βάρος. Η επίρριψη του κινδύνου στον ίδιο τον αδιαφορούντα για τα δικά του συμφέροντα δανειστή, αποτελεί θεμελιώδη επιταγή της έννομης τάξης και δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση.


γ) Ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης λόγω καταχρηστικότητας αυτής βάσει αντίθεσης στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178)
«Εγγυήσεις που παρέχονται στα πλαίσια τραπεζικών συμβάσεων από συγγενικά πρόσωπα του πρωτοφειλέτη, ωθούμενα από συγγενικούς και συναισθηματικούς λόγους και αναλαμβάνονται ιδιαίτερα σκληρές υποχρεώσεις απέναντι στις τράπεζες, μη ανταποκρινόμενες στην ασθενή οικονομική τους κατάσταση, χωρίς μάλιστα να αντλούν καμία δική τους οικονομική ωφέλεια, ενώ οι τράπεζες δεν τους ενημερώνουν επαρκώς για τη βαρύτητα των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν, πάσχουν ακυρότητας κατά τις ΑΚ 178 και 288, επειδή το περιεχόμενο τέτοιων συμβάσεων καθιστά πρόδηλη μια διαταραγμένη συμβατική ισότητα σε βάρος του ασθενέστερου και προσβολή της συνταγματικά εγγυημένης αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, που τα δικαστήρια οφείλουν να αποκαταστήσουν» (Βλ. Ψυχομάνη, Οι γενικοί Όροι στις Τραπεζικές Συμβάσεις, ΕΕμπΔ 1998/894-895).

Η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού, υφίσταται ήδη μεταξύ των δικαιϊκών αρχών στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, νομοθετικό παράδειγμά της ανιχνεύεται στο ν. 3838/1958, όπου ο νομοθέτης για να αντιμετωπίσει ακριβώς τον κίνδυνο της υπερχρέωσης από τις πωλήσεις αγαθών με δόσεις, εξουσιοδότησε τη Νομισματική Επιτροπή να καθορίσει με αποφάσεις της ελάχιστο ποσό τιμήματος που πρέπει να πληρώνεται μετρητοίς, μέγιστο χρονικό διάστημα εξόφλησης και διάφορους άλλους περιορισμούς. Πώληση με δόσεις κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων είχε ως συνέπεια την απογύμνωση του πωλητή από κάθε αξίωσή του. Η ακυρότητα της σύμβασης είχε αμφισβητηθεί αφού ο νόμος δεν την προέβλεπε ρητά. Πάντως, παρά τη μη πρόβλεψη, υποστηριζόταν ότι ακυρότητα μπορούσε να συναχθεί από τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 της ΥΑ 699/2010, η οποία ενσωμάτωσε στην Ελλάδα την υπ’ αρ. 2008/48/ΕΚ Οδηγία για την καταναλωτική πίστη, θεσπίζεται ρητά η υποχρέωση  του πιστωτή για έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας και φερεγγυότητας του δανειολήπτη πριν την παροχή της πίστωσης. Περαιτέρω αν και δεν προβλέπεται ρητά, τελεολογική ερμηνεία της ως άνω διάταξης οδηγεί στην υιοθέτηση της άποψης ότι ο δανειστής υποχρεούται να μη χορηγήσει πίστωση, αν διαγνώσει ή αν δύναται να διαγνώσει ότι ο δανειολήπτης δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει την πίστωση. Η ως άνω υποχρέωση μάλιστα αποτελεί μία γνήσια υποχρέωση της Τράπεζας, κάτι το οποίο συνάγεται  αφενός από το σκοπό της ως άνω διάταξης, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή της υπερχρέωσης του οφειλέτη και αφετέρου από την ίδια τη διατύπωσή της, επιβαλλόμενης άλλωστε ως τέτοιας (γνήσιας)  εμμέσως πλην σαφώς και από το σκοπό άλλων διατάξεων εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και λαμβανομένου σε κάθε περίπτωση υπόψιν ότι ο πιστωτής λόγω της οργάνωσής του είναι σε θέση να προλάβει το απαράδεκτο – ατομικά και κοινωνικά- φαινόμενο της υπερχρέωσης.

Με βάση όλα τα παραπάνω, έχουν προβληθεί ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων ισχυρισμοί περί ακυρότητας της σύμβασης της εγγύησης λόγω της συνδρομής συγκεκριμένων προϋποθέσεων που καταστούν την δέσμευση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος ανήθικη και καταχρηστική. Γνωστό παράδειγμα λ.χ. στην ελληνική νομολογία αποτελεί το πραγματικό της υπ' αριθμ 7241/1999 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών (Νομικό βήμα 2000/1146), όπου φυσικό πρόσωπο 19 ετών εγγυήθηκε για δάνειο συγγενών της ύψους 63.000.000 δρχ. Το δικαστήριο έκρινε ότι "...η εκμετάλλευση από την τράπεζα της απειρίας της εγγυήτριας ώστε να επιβάλει την μονόπλευρη ικανοποίηση των συμφερόντων της με την ανάληψη από αυτή (εγγυήτρια) υπέρμετρων υποχρεώσεων υπέρ συγγενικών της προσώπων, χωρίς η τελευταία να απολαμβάνει αντίστοιχα οφέλη από τις δεσμεύσεις αυτές, όταν μάλιστα αυτό είναι σε γνώση της τράπεζας, συνιστά συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη" (βλ. και ΠΠρΘεσ 44277/2007 και ΠΠρθεσ 18503/2009, ΤΝΠ Ισοκράτης).

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει αντίθεση στα χρηστά ήθη σε περίπτωση μεγάλης δυσαναλογίας ανάμεσα στην έκταση της ευθύνης  και στα οικονομικά μέσα του εγγυητή (π.χ. τέκνου ή συζύγου του πρωτοφειλέτη), που καθιστά την εγγύηση οικονομικά άσκοπη, εφόσον αυτή συνδυάζεται με άλλα ειδικά γεγονότα ή περιστάσεις, όπως π.χ. τον επηρεασμό του εγγυητή από υπάλληλο του πιστωτικού ιδρύματος, ο οποιος υποβάθμισε την έκταση και τον κίνδυνο της εγγύησης, ή την εκμετάλλευση μιας κατάστασης ψυχικής ανάγκης του εγγυητή ή/και του πρωτοφειλέτη (βλ. Απόστολος Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 39).

Στο ίδιο συμπέρασμα της άκυρης σύμβασης εγγύησης λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, μπορούμε να φτάσουμε και σε περίπτωση που εξ αρχής υπάρχει βεβαιότητα ως προς το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη και άρα ο εγγυητής δεν αναλαμβάνει απλώς ένα ρίσκο αλλά είναι βέβαιο ότι θα κληθεί να καλύψει το χρέος του πρωτοφειλέτη. "Η κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης για σκοπό άλλο από την ανάληψη κινδύνου, όπως στην περίπτωση, όπου δεν συντρέχει κίνδυνος αλλά εξ΄αρχής βεβαιότητα - ήδη κατά το στάδιο χορήγησης της πίστωσης και συνακόλουθα της κατάρτισης της σύμβασης εγγύησης - ως προς το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη, αντιβαίνει σαφώς στα χρηστά ήθη, τουλάχιστον στον βαθμό που ο εγγυητής συναίνεσε εν αγνοία της πραγματικής κατάστασης την οποία γνώριζε η δανείστρια τράπεζα και παρά το εμφανές την πλάνης του εγγυητής απέφυγε να διασαφηνίσει στον τελευταίο, όπως είχε υποχρέωση δυνάμει της ΑΚ 197" (Κορνηλάκης, ΕλλΔνη 2013/1577).


δ) Ένσταση ακυρότητας σύμβασης εγγύησης λόγω πλάνης μεταξύ δήλωσης και βούλησης
Η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου θεωρείται ουσιώδης, αν κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για όλη την δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία (βλ. ΑΚ 142). Ιδιότητα ενός προσώπου αποτελεί και το στοιχείο της φερεγγυότητάς του. Εφόσον επομένως ο δικαιοπρακτών εγγυητής στηρίχτηκε στην δεδομένη για αυτόν λόγω ψευδών παραστάσεων του πρωτοφειλέτη φερεγγυότητα του τελευταίου, και μάλιστα χωρίς να τον ενημερώσει σχετικώς ο δανειστής περί της αληθείας αν και είχε σχετική υποχρέωση, και εφόσον δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία εφόσον ανακάλυπτε την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη, η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη. Η πλάνη αφορά μεν τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως αλλά αποτελεί τόσο ουσιώδης που ο ΑΚ έχει δεχτεί την επίδρασή της στην εγκυρότητα της δικαιοπραξίας. Πράγματι δεν στέκει στη βάσανο της λογικής ένα συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο να εγγυάται υπέρ ενός πρωτοφειλέτη ο οποίος είναι εν γνώσει του δανειστή αφερέγγυος και δεν πρόκειται ποτέ να εξοφλήσει την οφειλή. Δεν έχει κανένα όφελος ο εγγυητής σε αυτήν την περίπτωση και καμία πρόθεση να απολέσει ο ίδιος στην πραγματικότητα την προσωπική του περιουσία η οποία είναι βέβαιο ότι θα υποστεί ισόποση της εγγύησης μείωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να δεχθούμε ότι πρόκειται για ακυρώσιμη εγγύηση με συνέπεια να μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η ακύρωσή της.

Επίσης, χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση που πραγματεύεται η υπ' αριθμ. 1096/2006 του Άρειου Πάγου, όπου ο εγγυητής θεωρούσε ότι δεσμεύει (θέτει υπέγγυο) μόνο ένα συγκεκριμένο ακίνητό του στο οποίο θα εγγραφόταν προσημείωση υποθήκης και όχι όλη την προσωπική του περιουσία. Αν και ο εγγυητής ευθύνεται με όλη την προσωπική του περιουσία, στην συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεξε ουσιώδης πλάνη καθώς ο εγγυητής υπέγραψε ένα έγγραφο νομίζοντας ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ στην πραγματικότητα είχε διαφορετικό, και δέχτηκε τον περιορισμό της ευθύνης μόνο στο συγκεκριμένο ακίνητο το οποίο και είχε προσημειωθεί (βλ. και υπ' αριθμ. 104/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου). Κρίσιμη προϋπόθεση για την κατάφαση της ουσιώδους πλάνης, είναι να αναφέρεται αυτή σε σημείο τόσο σπουδαίου για όλη την σύμβαση, ώστε αν ο εγγυητής γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων ουδέποτε να υπέγραφε την σύμβαση εγγυήσεως. Με άλλα λόγια, στην συγκεκριμένη περίπτωση να μην ήθελε ποτέ να θέσει σε κίνδυνο (να θέσει υπέγγυα) όλη την προσωπική του περιουσία ο υπογράψας την σύμβαση εγγύησης, αλλά μόνο το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο.

ε) Ένσταση ακυρότητας της σύμβασης λόγω απάτης
Γίνεται δεκτό ότι αν η αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη ήταν εξαρχής δεδομένη και τούτο απεκρύβη δολίως από τον δανειστή και τον πρωτοφειλέτη στον εγγυητή, συντρέχει λόγος ακύρωσης της σύμβασης εγγύησης λόγω απάτης (Βλ. ΑΠ 238/1977, ΝοΒ 25/1183). Μάλιστα τούτο ισχύει ακόμα και εάν μόνο  ο πρωτοφειλέτης εξαπάτησε τον εγγυητή σε υπαίτια άγνοια του δανειστή (ΑΚ 147 εδ. β)∙ ή αν ο οφειλέτης και ο δανειστής αποσιώπησαν σημαντικά γεγονότα ή παρέστησαν αυτά ατελώς αν και είχαν υποχρέωση πλήρους ενημέρωσης (Βλ. ΑΠ 373/2008, ΕλλΔνη 2009/448∙ ΑΠ 898/2000, ΕλλΔνη 41/1586). Εξάλλου η φερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη κατά τον χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως της εγγύησης αποτελεί το κύριο κριτήριο τόσο για τη σύναψη της συμβάσεως της εγγυήσεως όσο και για την κύρια πιστωτική σύμβαση. Πάνω στο γεγονός αυτό στηρίζονται οι συμβαλλόμενοι για τη σύναψη της συμβάσεως της εγγυήσεως και πάνω σ’ αυτό οικοδομείται ολόκληρη η ρύθμιση της εγγυήσεως στον ΑΚ. Πάνω στο γεγονός αυτό στηρίζεται και το πιστωτικό ίδρυμα για να εγκρίνει την παροχή πίστωσης καθότι το τελευταίο δεν δικαιούται να χορηγήσει πίστωση σε αφερέγγυο πρόσωπο (βλ. σχετικούς κανόνες τραπεζικής εποπτείας). Ο δανειστής υποχρεούται να απαντά αληθώς στις ερωτήσεις του εγγυητή και να μην υποβαθμίζει ή μειώνει εν γνώσει του τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο εγγυητής, παρουσιάζοντας την ανάληψη της εγγύησης ως "απλό τυπικό στοιχείο".

στ) Ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης λόγω έλλειψης υπογραφής του εγγυητή
Αν και σπάνιο να έχει συμβεί, δεν είναι τελείως απίθανο ώστε να μην αναφερθεί. Ο λόγος αυτός συντρέχει όταν η υπογραφή στη σύμβαση εγγύησης δεν έχει τεθεί από τον φερόμενο οφειλέτη-εγγυητή αλλά από τρίτο πρόσωπο, ή όταν δεν έχει υπάρχει καθόλου υπογραφή, και άρα ο φερόμενος εγγυητής μπορεί να προβάλλει το λόγο αυτό και να απαλλαχθεί από τις υποχρεώσεις του. Εφόσον ο εγγυητής δεν υπέγραψε δεν μπορεί να φέρει και την σχετική υποχρέωση, καθόσον μάλιστα η σύμβαση εγγύησης είναι από τον νόμο τυπική δικαιοπραξία, δηλ. είναι απαραίτητη η θέση της ιδιόχειρης υπογραφής του εγγυητή πάνω στο έγγραφο για να είναι έγκυρη η σύμβαση (ΑΚ 849). 

Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι εκτός από τις παραπάνω αντιρρήσεις τις οποίες μπορεί να προβάλλει ο εγγυητής, εφόσον συντρέχουν τα ανάλογα πραγματικά περιστατικά, αυτός έχει τη δυνατότητα να προσβάλλει και το υπαρκτό της ίδιας της οφειλής, ανεξαρτήτως του αν ασχοληθεί με αυτό ο πρωτοφειλέτης ή όχι (ο οποίος π.χ. λόγω έλλειψης προσωπικής περιουσίας μπορεί να μην ενδιαφέρεται καθόλου για την τύχη της υπόθεσης), βάσει λ.χ. καταχρηστικών και άκυρων όρων της ίδιας της σύμβασης, όπως έχουμε γράψει σε παλαιότερες αναρτήσεις. Τούτο, διότι βασική αρχή της σύμβασης εγγύησης, είναι η αρχή του παρεπομένου αυτής, σύμφωνα με την οποία ο εγγυητής ευθύνεται μόνο όσο ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης, ή με άλλα λόγια, ο εγγυητής υποχρεούται σε πληρωμή μόνο στην έκταση που υποχρεούται και ο πρωτοφειλέτης. 

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Χρόνος προσδιορισμού του ύψους της ζημίας στην αδικοπρακτική ευθύνη στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών

Συνηθίζουμε να λέμε ότι όταν έχουμε μια αξίωση αποζημίωσης κατά μιας οιασδήποτε εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ, τράπεζας, ΑΕΔΑΚ κτλ), ο χρόνος που θα προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας μας είναι αυτός της συζήτησης της αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου. Επομένως, αν προέκυψε κάποια ζημία από επενδυτική ενέργεια εξ αιτίας ελλιπούς ενημέρωση της τράπεζας λ.χ., το ύψος της ζημιάς θα συνίσταται σε αυτό όπως υπολογίζεται την ημέρα της συζήτησης της αγωγής. Γι' αυτό και σε παλαιότερη ανάρτησή μας για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, είχαμε γράψει ότι το αν υπάρχει ζημία ή όχι θα εξαρτηθεί από την συναλλαγματική ισοτιμία την ημέρα συζήτησης της αγωγής.

Ωστόσο, στην βασική αυτή αρχή του δικαίου της αποζημίωσης του Αστικού μας Κώδικα, έρχεται ο Άρειος Πάγος να μας θυμίσει μια εξαίρεση. Στην υπ' αριθμ. 802/2013 απόφασή του ο ΑΠ αναφέρει ότι η βασική αυτή αρχή του προσδιορισμού του ύψους της ζημίας κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής (η οποία μπορεί να απέχει χρόνια από την άσκηση της αγωγής) δεν εφαρμόζεται παντού και πάντα. Στην εν λόγω απόφαση, ο ΑΠ έκρινε ότι η ζημία ενός επενδυτή σε αγωγή κατά μιας Εταιρείας Λήψης και Διαβίβασης Εντολών στηριζόμενη στην εκποίηση μετοχών από την ΕΛΔΕ άνευ εντολής του επενδυτή, θα προσδιοριστεί όχι με βάση τον χρόνο συζήτησης της αγωγής αλλά τον χρόνο διαμαρτυρίας (όχλησης) του επενδυτή. Αυτό εν προκειμένω είχε μεγάλη πρακτική σημασία, καθότι η αγωγή συζητήθηκε αρκετά χρόνια μετά την εκποίηση των μετοχών, και η αξία τους είχε μειωθεί στο χρηματιστηριακό πίνακα. Επομένως, αν γινόταν δεκτή η αντίθετη απόψη, η ΕΛΔΕ θα είχε ωφεληθεί καθότι θα ήταν υποχρεωμένη να αποζημίωσει όχι την αξία των μετοχών την ημέρα της διαμαρτυρίας του επενδυτή, αλλά την μειωμένη χρηματιστηριακή τους αξία τους την ημέρα συζήτησης της αγωγής, δηλ. αρκετά χρόνια μετά.

Σύμφωνα με τον ΑΠ "δεν αποκλείεται όμως να αναχθεί ο προσδιορισμός του ύψους της ζημίας σε προγενέστερο χρόνο και μάλιστα στο χρόνο κατά τον οποίο οχλήθηκε ο ζημιώσας για την αποκατάσταση αυτής [...] Εξάλλου λήψη υπόψη ανελαστικά του χρόνου της συζήτησης της αγωγής, ως αποκλειστικού χρονικού σημείου για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης είναι ενδεχόμενο, εάν κατα το χρόνο εκείνο έχει μειωθεί η αξία της παροχής, να αποβεί σε όφελος του ζημιώσαντος, ο οποίος καθυστερεί την εκπλήρωση της παροχής του. Το δίκαιο όμως της αποζημίωσης δεν αποδέχεται καθυστερήσεις και δεν επιβραβεύει τους οφειλέτες που ευνοούνται από της δική τους καθυστέρηση και οι οποίοι μάλιστα μπορεί να ακολουθούν σκοπίμως παρελκυστική τακτική". Η απόφαση αυτή έχει μεγάλη πρακτική σημασία, καθότι δίνει εν προκειμένω ένα πλεονέκτημα στον ζημιωθέντα: ακόμα και η ζημία του να έχει μειωθεί κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής, τούτο δεν θα ληφθεί υπόψη υπό συγκεκριμένες περιστάσεις από το δικαστήριο, παρά μόνο θα εξεταστεί το ύψος της ζημίας κατά την ημέρα που ο επενδυτής επισήμανε την αξίωσή του αυτή στην οφειλέτιδα εταιρεία και ζήτησε την αποζημίωση (ημέρα "όχλησης"). Στο πεδίο λ.χ. των δανείων σε ελβετικό φράγκο, τούτο σημαίνει ότι τυχόν επάνοδος της συναλλαγματικής ισοτιμίας ενδέχεται υπό περιστάσεις να μην έχει σημασία για τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον τελικώς το δικαστήριο εξετάσει το ύψος της ζημίας κατά τον χρόνο άσκησης και επίδοσης της αγωγής και όχι κατά τον χρόνο συζήτησης αυτής. Επομένως, ο δανειολήπτης θα αποζημιωθεί ακόμα και εάν τελικώς κατά την ημέρα της συζήτησης δεν υπάρχει ζημία ή αυτή έχει μειωθεί αισθητά.

Τούτη η άποψη στηρίζεται στην σκέψη ότι δεν πρέπει να επιβραβεύουμε τον ασυνεπή οφειλέτη, ο οποίος και καθυστερεί την εκπλήρωση της υποχρέωσής του. Όπως έχει γραφεί σε γνωστό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο "το ότι το δίκαιο της αποζημίωσης δεν έχει κυρωτικό-ποινικό χαρακτήρα, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να απαλλάξουμε εκείνον που καθυστερεί την εκπλήρωση από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση και να τον υποβάλουμε σε ευνοικότερη μεταχείριση από ό,τι τον συνεπή οφειλέτη" (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σ. 529). Με άλλα λόγια, επειδή ο οφειλέτης της αποζημίωσης καθυστερεί την αποκατάσταση της ζημίας, δεν σημαίνει ότι αυτό θα πρέπει να αποβεί τελικώς προς όφελός του, σε περίπτωση που το ύψος της ζημίας μειωθεί με την πάροδο των ετών και μέχρι την συζήτηση της αγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού της ζημίας αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα και μπορεί να τύχει εφαρμογής σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως όταν λ.χ. αποδεικνύεται δόλια συμπεριφορά του αδικοπραγήσαντος. 

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ο έλεγχος καταλληλόλητας και συμβατότητας στο πλαίσιο των υποχρεώσεων επαγγελματικής συμπεριφοράς των παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών


Η καθημερινή πρακτική και η επαφή με τους εντολείς μας, έχουν καταδείξει την πλήρη άγνοια του μέσου επενδυτή για τα δικαιώματα που αντλεί από το ειδικό, ρυθμιστικό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, νομοθετικό πλαίσιο και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών, ιδίως ως προς την κατάλληλη προσυμβατική ενημέρωσή του. Ο ν. 3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2004/39/ΕΚ γνωστή ως MiFID, θέτει στο άρθρο 25 το θεμέλιο της διάγνωσης των υποχρεώσεων κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, εμπλουτίζοντας και διαφωτίζοντας τις «κλασσικές» υποχρεώσεις συμπεριφοράς κατά το κοινό αστικό δίκαιο (οι ίδιες υποχρεώσεις επαναλαμβάνονται και στο άρθρο 25 της από 20.10.2011 Πρότασης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη λεγόμενη MiFID II).
Οι υποχρεώσεις αυτές κατατείνουν στην πληροφόρηση του λήπτη επενδυτικών υπηρεσιών, ώστε να λάβει, ενημερωμένος ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του, μια εύλογη και ανταποκρινόμενη στα συμφέροντά του επενδυτική απόφαση. Το πλέγμα των υποχρεώσεων διαμορφώνεται αφενός στη βάση της επικινδυνότητας για τα συμφέροντα του επενδυτή της παρεχόμενης υπηρεσίας, αφετέρου στην αρχή της συσχέτισης των προσωπικών χαρακτηριστικών του επενδυτή και της παρεχόμενης πληροφόρησης. Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 4 του άρθρου 25 ν. 3606/07 όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας). Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 5 όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις καλύπτουν βεβαίως πέραν των ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, αλλά και της Ανώνυμες Εταιρίες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ).
Προκύπτει ότι ο επενδυτής πρέπει να λαμβάνει ενημέρωση επί τη βάσει των ειδικών χαρακτηριστικών του υπό τις εξής διακρίσεις:
Αν ο επενδυτής προτίθεται να λάβει επενδυτικές συμβουλές ή να αναθέσει τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του σε κάποιο από τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου (ΑΕΠΕΥ, ΑΕΔΑΚ, πιστωτικά ιδρύματα), αυτό θα πρέπει να αναζητήσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες τόσο για το γνωστικό επίπεδο (γνώσεις και εμπειρίες για τα υπό συζήτηση χρηματοπιστωτικά μέσα) όσο και για την επενδυτική δυναμική του πελάτη του (χρηματοοικονομική κατάσταση και στόχοι). Αυτές οι πληροφορίες είναι απαραίτητο κατά το νόμο να ληφθούν, ώστε ο πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών να είναι σε θέση να προτείνει τα κατάλληλα για την περίπτωσή του χρηματοοικονομικά μέσα. Πρόκειται δηλαδή για μια ευρύτατη υποχρέωση, καθώς ο κίνδυνος για τον επενδυτή, με δεδομένη την εμπιστοσύνη του προς τον επενδυτικό σύμβουλο, στον οποίο έχει απευθυνθεί, είναι ιδιαίτερα μεγάλος, λόγω βαθειάς επέμβασης του συμβούλου στην περιουσία του επενδυτή. Βασισμένος στις συμβουλές του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών θα αποφασίσει την επένδυση μέρους ή και ολόκληρης της περιουσίας του. Για το λόγο αυτό επιφορτίζονται τα ως άνω πρόσωπα με την υποχρέωση, κατόπιν δικού τους ελέγχου, να του παρέχουν μόνο την κατάλληλη για τον επενδυτή συμβουλή.     
Αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο δηλαδή σε περιπτώσεις λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, θα πρέπει ο παρέχων τις υπηρεσίες να προβεί στη λήψη πληροφοριών σχετικά με το γνωστικό επίπεδο και την εμπειρία του επενδυτή στη συγκεκριμένη βεβαίως κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου. Τούτο για να μπορέσει να κρίνει αν το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι συμβατό με τον πελάτη του και να τον προειδοποιήσει σχετικά.
Προκύπτει λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση ο επενδυτής να λάβει πληροφόρηση σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επένδυσή του θεμελιωμένη σε εξατομικευμένα στο πρόσωπό του στοιχεία. Δεν αρκεί μια γενικόλογη αναφορά των χαρακτηριστικών ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ακόμη και των πιθανών κινδύνων για την περιουσία του επενδυτή, αλλά συγκεκριμένη ενημέρωση αν η σκοπούμενη επένδυση του «ταιριάζει».  Για να γίνει αυτό ο επενδυτής θα πρέπει να λαμβάνει, να συμπληρώνει και να ανανεώνει τακτικά, σε περίπτωση διαρκούς σχέσης, το αντίστοιχο ερωτηματολόγιο, η σε κάθε περίπτωση άλλο πρόσφορο προς τον ίδιο σκοπό μέσο.
Χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφηση της διαδικασίας αυτής στην υπ' αριθμ. 3076/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι η ΑΕΠΕΥ συμμορφώθηκε πλήρως με την υποχρέωση ελέγχου καταλληλόλητας και συμβατότητας, διότι έλαβε τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση, την εμπειρία, τη χρηματοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη της μέσω εντύπου ερωτηματολογίου και εν συνεχεία τον ενημέρωσε γραπτώς ότι «η συγκεκριμένη αγορά δεν είναι κατάλληλη και συμβατή με τον επενδυτικό του χαρακτήρα και συνεπώς πραγματοποιείται μετά από πρωτοβουλία και με αποκλειστική ευθύνη του πελάτη χωρίς την καθοδήγηση, προτροπή και συμβουλή της».
Εάν δεν ακολουθηθεί η προπεριγραφείσα διαδικασία λήψης πληροφοριών για τον υποψήφιο επενδυτή, η προσυμβατική ενημέρωσή του είναι πολύ πιθανόν να πάσχει, καθώς αυτή θα έχει διαφύγει του ελέγχου καταλληλόλητας ή συμβατότητας. Όταν ο πάροχος των επενδυτικών υπηρεσιών δεν γνωρίζει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον πελάτη του δεν είναι σε θέση να του παρέχει και την κατάλληλη ενημέρωση-συμβουλή. Σε περίπτωση δε που προκύψει ζημία του επενδυτή από την τελικώς επιχειρηθείσα επένδυση, η έλλειψη διεξαγωγής του ελέγχου αυτού και παροχής της κατάλληλης ενημέρωσης, δυνατόν να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης κατά του παρόχου των επενδυτικών υπηρεσιών στη βάση είτε ενδοσυμβατικής είτε αδικοπρακτικής ευθύνης. Το ζήτημα βεβαίως της ακριβούς νομικής θεμελίωσης της ευθύνης της ΑΕΠΕΥ ή της τράπεζας είναι ιδιαίτερα δυσχερές και δέον να αναλυθεί σε μελλοντική ανάπτυξη.  

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Τι είναι το Bitcoin;

Το Bitcoin έχει εισβάλει τους τελευταίους μήνες για τα καλά στην παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα, ανοίγοντας το παράθυρο σε ένα παντελώς νέο «νομισματικό» σύστημα. Βέβαια, δεν είναι παρά το πιο παλιό και πιο γνωστό από μια πλειάδα αντίστοιχων ψηφιακών νομισματικών μέσων υπό τον όρο κρυπτονομίσματα. Δημιουργήθηκε από κάποιον με το ψευδώνυμο Satoshi Nakamoto το 2009 και ακολούθησαν το Namecoin, Litecoin, Peercoin και τα πιο πρόσφατα Ripple, Dogecoin, Mastercoin και Primecoin, όλα βασισμένα στην ίδια αρχιτεκτονική. Δημιουργούνται και ανταλλάσσονται κρυπτογραφημένα σε δίκτυο peer-to-peer, δηλαδή τα ηλεκτρονικά δεδομένα είναι μοιρασμένα σε ένα δίκτυο υπολογιστών και όχι σε κάποιον server. Οι συναλλαγές διεξάγονται μεταξύ των διασυνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω ενός ειδικού λογισμικού-εξυπηρετητή του Bitcoin client, κάτι σαν το κοινώς γνωστό Utorrent. Στη ουσία κάθε Bitcoin είναι ένα κρυπτογραφημένο κλειδί, ακριβώς όπως μια ηλεκτρονική υπογραφή, αποτελούμενο από ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό μέρος. Τα ηλεκτρονικά δεδομένα του ιδιωτικού μέρους του κλειδιού αποθηκεύονται σε οποιοδήποτε ψηφιακό αποθηκευτικό μέσο δημιουργώντας έτσι ένα πορτοφόλι. Περαιτέρω τα δεδομένα του κλειδιού, δηλαδή γράμματα και αριθμοί μπορούν να αποθηκευτούν σε κάθε υλικό μέσο, όπως χαρτί, πλαστικό ή μέταλλο. Κατά τη συναλλαγή δημιουργείται ένα νέο κλειδί για το λήπτη και εξαφανίζεται το κλειδί του μεταβιβάζοντος. Υπάρχει βεβαίως μια βάση καταγραφής όλων των συναλλαγών, ώστε να εξασφαλίζεται η μοναδικότητά τους, το Block chain. Επειδή, όπως προελέχθη, δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός εξυπηρετητής (server), το αρχείο αυτό των συναλλαγών τηρείται σε ιδιωτικούς υπολογιστές, που προσφέρονται για το σκοπό αυτό στο δίκτυο. Η ανταμοιβή για την προσφορά υπολογιστικής ισχύος για την εξακρίβωση της εγκυρότητας και καταγραφής των συναλλαγών είναι η δημιουργία νέων Bitcoins. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται εξόρυξη (mining) και ο ρυθμός δημιουργίας νέων Bitcoins, καθώς και ο συνολικός αριθμός αυτών είναι ήδη από την αρχή προσχεδιασμένος. Ο μέγιστος αριθμός Bitcoins που μπορούν να δημιουργηθούν είναι 21 εκατομμύρια, ενώ με τον προγραμματισμένο ρυθμό παραγωγής, δεδομένου ότι συνεχώς μειώνεται, αναμένεται ο αριθμός αυτός να επιτευχθεί το 2140. Σήμερα κυκλοφορούν περίπου 12,3 εκατομμύρια. Ενδεικτικά, για άλλα κρυπτονομίσματα, όπως το ripple και το Primecoin κυκλοφορεί ήδη το σύνολο του προγραμματισμένου αριθμού τους.
Όντας απολύτως ανεξέλγκτο από κάποια κεντρική αρχή, μια πιθανή ευρεία διάδοση του, τόσο του Bitcoin, όσο και εν γένει των όμοιας αρχιτεκτονικής νομισματικών μέσων, μπορεί να θέσει εκποδών οποιαδήποτε δυνατότητα νομισματικής παρέμβασης ως εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής, δημιουργώντας έναν εφιάλτη σε κάθε κεντρική τράπεζα του κόσμου. Από την άλλη μπορεί να εξαφανίσει τους παραδοσιακούς χρηματοοικονομικούς διαμεσολαβητές, ήτοι τις τράπεζες. Κανείς προφανώς δεν χρειάζεται μια τράπεζα για να φυλάσσει τα Bitcoins του. Παράλληλα, μπορεί να επιτύχει πολύ καλύτερες αποδόσεις από το τραπεζικό επιτόκιο δανείζοντάς τα απευθείας μέσω των θεσμών των χρηματαγορών (σχετικό άρθρο του ιστορικού της οικονομίας Garrick Hileman στο L.S.E. http://www.project-syndicate.org/commentary/garrick-hileman-highlights-bitcoin-s-potential-to-drive-financial-sector-innovation-and-reform). Άλλωστε οι πιο προηγμένες χρηματοοικονομικά αγορές κινούνται εδώ και καιρό με μεγάλη ταχύτητα στην αστερισμό του market-finance.
Υποκείμενο μόνο στην άμεση επίδραση των δυνάμεων της πιο καθαρής μορφής ελεύθερης αγοράς, η φιλοσοφία του ανοίγει το κουτί της Πανδώρας στην αντίληψή μας για την ίδια την ελεύθερη αγορά, καθώς ακόμη και οι θεμελιωτές του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου προεξάρχοντος του Milton Friedman έθεταν στο κέντρο της θεωρίας τους, έστω με σκοπό τον περιορισμό, το νομισματικό έλεγχο, αλλά και σε όλες τις μέχρι σήμερα παγιωμένες νομισματικές θεωρίες. Μοιάζει να απελευθερώνει μια πρωτογενή δύναμη με δυνατότητα επίδρασης, όμοια με αυτή του διαδικτύου.  
Η αρχιτεκτονική λοιπόν του Bitcoin είναι σχετικά απλή, όμως οι θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας του είναι ένα απολύτως απρόβλεπτος και πρωτόγνωρος χείμαρρος καινοτομίας για τη μέχρι τώρα γνωστή νομισματική λειτουργία. Σχεδόν απολύτως ανώνυμο, ανεξέλεγκτο από οποιαδήποτε νομισματική αρχή και με πεπερασμένη, ήδη γνωστή, νομισματική βάση, έχει πολώσει ήδη φανατικούς εχθρούς και υποστηρικτές.  Από τη μία μεριά, το σύνολο σχεδόν των ρυθμιστικών αρχών (σχετική προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) http://www.eba.europa.eu/-/eba-warns-consumers-on-virtual-currencies) έχουν εκφράσει τις έντονες επιφυλάξεις τους και έχουν επισημάνει τους κινδύνους από την κυκλοφορία των εικονικών νομισμάτων. Στις 6 Φεβρουαρίου 2014 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία και χρήση τους στη Ρωσία. Ιδεολογικά εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, όπως ο νομπελίστας οικονομολόγος και εκ των φανατικότερων υποστηρικτών του Barack Obama Paul Krugman και το ανερχόμενο αστέρι του αμερικανικού υπερσυντηρητικού Tea Party Ron Paul έχουν εκφράσει την απόλυτη αντίθεσή τους στο Bitcoin.
Το 2012 το Carnegie Mellon CyLab and the Information Networking Institute υπολόγισε ότι 4,5 έως 9% όλων των  Bitcoins διακινούνταν στην αγορά ναρκωτικών του Silk Road. Από την άλλη ήδη πλήθος γνωστών ηλεκτρονικών, αλλά και φυσικών επιχειρήσεων (ενδεικτικά https://en.bitcoin.it/wiki/Real_world_shops), ακόμη και πανεπιστήμια, όπως της Λευκωσίας ή του Cumbria στη Μεγ. Βρετανία δέχονται πληρωμές με Bitcoins. Το μεγαλύτερο διαδικτυακό κατάστημα e-bay προτίθεται επίσης να δέχεται πληρωμές σε Bitcoin, αφού γίνει ξεκάθαρο το ρυθμιστικό του πλαίσιο. Πριν μερικές ημέρες μάλιστα παρουσιάστηκαν τα πρώτα Bitcoin-ΑΤΜ στο Σιάτλ και στο Όστιν των Η.Π.Α.
Στα άμεσα πλεονεκτήματα της χρήσης κρυπτονομισμάτων φαίνεται να συγκαταλέγονται το χαμηλό κόστος των συναλλαγών, καθώς δεν απαιτείται η ιδιαίτερα ακριβή διαμεσολάβηση των παραδοσιακών μέσων πληρωμών (τράπεζες, εκδότες και διαχειριστές πιστωτικών καρτών),  η αυξημένη ανωνυμία των συναλλαγών, καθώς και η έλλειψη πληθωριστικού κινδύνου, λόγω του πεπερασμένου αριθμού Bitcoins και της έλλειψης κεντρικού ελέγχου.
Όμως αυτός ακριβώς ο εκ των προτέρων περιορισμός της ποσότητάς του γεννά την προοπτική αποπληθωρισμού αχρηστεύοντάς το ως νόμισμα και μετατρέποντας το σε αποθεματικό μέσο. Δεδομένου ότι η ζήτηση για Bitcoins, εφόσον χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές, θα αυξάνεται, η προσφορά όμως θα μειώνεται, η τιμή του Bitcoin θα ανεβαίνει διαρκώς. Οι κάτοχοί του συνεπώς θα το διακρατούν ενόψει της αύξησης της τιμής του και δεν θα το χρησιμοποιούν για πληρωμές. Μεγάλα μειονεκτήματα για την ευρεία διάδοση του Bitcoin ως νόμισμα είναι επίσης η μεγάλη μεταβλητότητα της τιμής (από 200 περίπου δολάρια τον περασμένο Νοέμβριο, η τιμή του ανήλθε σε 1.200 δολάρια στις αρχές Δεκεμβρίου, ενώ σήμερα τιμάται περί τα 630 δολάρια), αλλά και η έλλειψη ασφάλειας. Χαρακτηριστική είναι η πολύ πρόσφατη πτώχευση ενός εκ των μεγαλύτερων ανταλλακτηρίων του ιαπωνικού MtGox, το οποίο έχασε 750.000 Bitcoins χρηστών του και 100.000 δικά του, που αντιστοιχούσαν σε 480 εκατομμύρια δολάρια, πέφτοντας θύμα hacking.
Σε κάθε περίπτωση, πέρα από την τύχη που επιφυλάσσει το μέλλον στα γνωστά μέχρι σήμερα κρυπτονομίσματα, οι αρχές της λειτουργίας τους φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν. Οι πιο φιλελεύθερες οικονομίες δείχνουν ήδη να κινούνται στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης του Bitcoin στις συναλλαγές, παράλληλα δε βρίσκεται σε εξέλιξη, έστω στις απαρχές της, και η διαδικασία ρύθμισής του.
Από τον Ιούλιο του 2011 του υπουργείο οικονομικών των Η.Π.Α. προσέθεσε στον ορισμό των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και «άλλες αξίες που υποκαθιστούν το νόμισμα, ενώ το 2013 εξέδωσε ερμηνευτική οδηγία σχετικά με τα εικονικά νομίσματα, σύμφωνα με την οποία τα ανταλλακτήρια και οι διαχειριστές εικονικών νομισμάτων θεωρούνται διακινητές χρήματος και εφαρμόζεται σε αυτούς η νομοθεσία περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML/CFT), αλλά και τα κοινώς ισχύοντα περί οικονομικών εγκλημάτων. Επίσης, η αμερικανική Επιτροπή Παραγώγων Χρηματοοικονομικών Μέσων (C.F.T.C.) δήλωσε μόλις πριν λίγες μέρες ότι εξετάζει τη ρύθμιση των αγορών Bitcoins (http://www.reuters.com/article/2014/03/11/us-bitcoin-regulation-idUSBREA2A1W020140311). Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του Καναδά ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει όλη την ισχύουσα περί χρηματαγορών νομοθεσία στις συναλλαγές Bitcoins ( http://www.duhaimelaw.com/2014/02/05/1st-canadian-official-regulatory-response-to-bitcoin-highlights-ponzi-scheme-and-money-laundering-risks ). Παρομοίως, στη Σουηδία οι συναλλαγές Bitcoins τέθηκαν υπό την ρυθμιστική αρχή  Finansinspektionen, το HMRC του Ην. Βασιλείου αναγνωρίζει την υπαγωγή των συναλλαγών αυτών στο κανονιστικό πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, η γερμανική BaFin αξιολογεί το Bitcoin ως εμπόρευμα (commodity), ενώ λίγες ώρες πριν τη συγγραφή του παρόντος η Σιγκαπούρη αποφάσισε τη ρύθμιση των αγορών κρυπτονομισμάτων με σκοπό την αποτροπή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Προς το παρόν στην Ελλάδα δεν υφίσταται κανένα απολύτως ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο των αγορών Bitcoins. Δεν έχουν εκφέρει καμία άποψη τόσο οι αρμόδιες ελληνικές αρχές (Τράπεζα της Ελλάδος, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς), όσο και οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές πέραν της προαναφερθείσας προειδοποίησης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί η υπαγωγή τους στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Ο  ν. 3606/07, ο οποίος ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 2004/39/ΕΚ (MiFID), ρυθμίζει εκτενώς τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Ορίζει επακριβώς τα ρυθμιζόμενα πρόσωπα, αλλά και τις κατηγορίες των χρηματοπιστωτικών μέσων. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 3 ν. 3606/07 στο πεδίο εφαρμογής  του νόμου εμπίπτουν οι Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ), οι Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), τα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, καθώς και οι Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 απαγορεύεται η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, πέραν των ανωτέρω, με μοναδική εξαίρεση τις ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Συνεπώς αν το Bitcoin είναι χρηματοπιστωτικό μέσο, απαγορεύεται η εκτέλεση των δραστηριοτήτων της παραγράφου 4, μεταξύ των οποίων η λήψη και διαβίβαση εντολών, για κατάρτιση συναλλαγών σε Bitcoins, η εκτέλεση εντολών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης Bitcoins ή η φύλαξη και διοικητική διαχείριση Bitcoins για λογαριασμό πελατών. Τούτο σημαίνει απλά, ότι οποιαδήποτε ηλεκτρονική πλατφόρμα ανταλλαγής ή απόθεσης Bitcoins, που λειτουργεί στην Ελλάδα θα ήταν παράνομη αν δεν διέθετε μορφή ΑΕΠΕΥ, ΑΕΕΔ ή πιστωτικού ιδρύματος, ώστε να εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ισχύουν οι προστατευτικές για τον επενδυτή διατάξεις του ν. 3606/07. Όμως αν αναχθούμε στους ορισμούς των χρηματοπιστωτικών μέσων, κάτι τέτοιο φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να θεμελιωθεί. Διότι κατά το νόμο στα χρηματοπιστωτικά μέσα εμπίπτουν μεν οι κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς, όμως ρητώς εξαιρούνται τα μέσα πληρωμών. Αν αναγνωριστεί στο Bitcoin ο χαρακτήρας του μέσου πληρωμών, σαφώς εκφεύγει του ν. 3606/07. Από την άλλη ακόμη και αν χαρακτηριστεί ως κινητή αξία, αυτή θα πρέπει να είναι δεκτική διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, δηλαδή «ένα πολυμερές σύστημα, το οποίο λειτουργεί υπό τη διεύθυνση διαχειριστή αγοράς και επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση περισσοτέρων συμφερόντων τρίτων προσώπων, τα οποία κατευθύνονται στην αγοραπωλησία χρηματοπιστωτικών μέσων». Δεδομένης της προαναλυθείσας αρχιτεκτονικής των αγορών Bitcoins φαντάζει δύσκολη η υπαγωγή τους στην έννοια της «οργανωμένης αγοράς».
Ως προς τις προληπτικές εποπτικές διατάξεις του τραπεζικού δικαίου και συγκεκριμένα το ν. 3601/07 είναι σαφές ότι οι πλατφόρμες ανταλλαγής Bitcoins δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα, υπό την έννοια της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και της χορήγησης δανείων ή λοιπών πιστώσεων. Όμως, εξεταστέο είναι το ζήτημα της υπαγωγής τους στην έννοια των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το ν. 4021/2011, ώστε να υπάρχουν προϋποθέσεις για την παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας, καθώς και κανόνες εποπτείας που διέπουν τη λειτουργία τους. Ως ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ορίζεται «επιχείρηση, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 ν. 3601/07, η οποία εκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος». Ηλεκτρονικό χρήμα είναι «νομισματική αξία, η οποία αντιστοιχεί σε απαίτηση έναντι του εκδότη και η οποία επιπλέον είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα, έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού, και γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, εκτός από την εκδότρια». Εν προκειμένω, τα Bitcoins φαίνεται να εκδίδονται από τους τηρούντες τα block chains, αυτούς δηλαδή που καταγράφουν τις συναλλαγές και συνήθως εμπλέκονται και στην ανταλλαγή τους. Στην πραγματικότητα όμως δεν τα εκδίδουν αυτοί, αλλά το ίδιο το νομισματικό σύστημα, το δίκτυο, το οποίο δεν ανήκει σε κανένα πρόσωπο. Το πρώτον τα Bitcoins δημιουργούνται από το δίκτυο ως σύνολο και καταβάλλονται στους καταχωρητές ως αμοιβή. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν ελέγχουν καν τη διαδικασία δημιουργίας νέων Bitcoins, όπως ο μεταλλωρύχος δεν δημιουργεί το πολύτιμο μέταλλο. Πέραν τούτου δεν προκύπτει ευχερώς  και η προϋπόθεση της ύπαρξης απαίτησης έναντι του εκδότη του Bitcoin, ακόμη και αν θεωρήσουμε ως τέτοιους τους miners.
Όπως είναι λογικό το θεσμικό πλαίσιο ήταν αδύνατον να προβλέψει ρυθμίσεις για ένα τόσο καινοτόμο  σύστημα πληρωμών - κινητών αξιών. Έτσι η «εξόρυξη» και ανταλλαγή ή και οποιασδήποτε άλλης μορφής επαγγελματική συναλλαγή Bitcoins στην Ελλάδα διαφεύγει του ελέγχου των θεσμικών εποπτών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε κάθε ανταλλαγή ή απόθεση κρυπτονομισμάτων ελλοχεύουν κίνδυνοι παρόμοιοι με τη διενέργεια μιας συναλλαγής στο δρόμο. Κανείς δεν ελέγχει τον αντισυμβαλλόμενο, δεν πληροί κάποια προϋπόθεση για να τελεί επαγγελματικά τέτοιες συναλλαγές, ούτε εγγυάται κανείς τις συναλλαγές αυτές.
Όμως πέραν της υπαγωγής του συστήματος δημιουργίας και ανταλλαγής Bitcoins σε κάποιο ρυθμιστικό-προστατευτικό πλαίσιο, τι είναι το Bitcoin σε επίπεδο ιδιωτικού-ενοχικού δικαίου; Ποια είναι η δυνατότητα χρήσης του στις συναλλαγές κατά το ελληνικό δίκαιο; Είναι εν τέλει χρήμα; Το χρήμα διακρίνεται σε χρήμα με ευρεία έννοια και σε χρήμα με στενή έννοια.
Υπό την ευρεία έννοια νοούνται τα αντικαταστατά πράγματα, τα οποία χρησιμοποιούνται και γίνονται γενικώς δεκτά στις συναλλαγές με μία από τις παρακάτω σημασίες: α) ως μέσο ανταλλαγής-πληρωμών, β) ως κοινό μέτρο της αξίας των αγαθών, οπότε η αξία κάθε αγαθού υπολογίζεται ως πολλαπλάσιο ή υποπολλαπλάσιο της νομισματικής μονάδας και η σχέση της αξίας των διαφόρων αγαθών βρίσκεται με αναγωγή τους προς τη σχέση τους με τη νομισματική μονάδα και γ) ως φορέας αξίας, δηλαδή αυτά τα ίδια ενσωματώνουν οικονομική αξία με το να χρησιμεύουν π.χ. ως μέσα πληρωμής. Κατά τον Σταθόπουλο χρήμα είναι οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως γενικό μέσο πληρωμών σε μια κοινωνία, που παράλληλα, όχι όμως αναγκαστικά, αποτελεί και γενικό μέτρο της αξίας των αγαθών.
Χρήμα με στενή έννοια ή νόμισμα νοούνται τα κινητά πράγματα, τα οποία κατά νομοθετική επιταγή γίνονται υποχρεωτικώς αποδεκτά ως μέσα πληρωμών (legal tender). Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κανονισμού 98/974/ΕΚ, από 1.1.2002 τα τραπεζογραμμάτια του ευρώ είναι τα μόνα που έχουν την ιδιότητα νόμιμου χρήματος σε όλα τα κράτη μέλη.
Ουσιώδης διαφορά του χρήματος υπό ευρεία έννοια και του χρήματος υπό στενή έννοια είναι δηλαδή η υποχρεωτικότητα της λήψης τους από το δανειστή και η απόσβεση του χρέους. Μόνο η προσφορά νομίμου χρήματος αποτελεί προσήκουσα καταβολή χρηματικής οφειλής. Αφετέρου, σύμφωνα με τον Γεωργιάδη, η χρηματική ενοχή έχει ως αντικείμενο παροχής μόνο ημεδαπά ή αλλοδαπά νομίσματα. Από τα σημαντικότερα δε γνωρίσματα της χρηματικής ενοχής είναι ότι δεν νοείται επιγενόμενη αδυναμία παροχής και συνακόλουθη απαλλαγή του οφειλέτη, γιατί πάντα θα υπάρχει μέσο πληρωμής, ενώ επίσης, μόνο για την ικανοποίηση χρηματικών οφειλών υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση όλη η περιουσία του οφειλέτη (ΚΠολΔ 951 παρ.1). Αν οφείλεται ορισμένο πράγμα, η εκτέλεση στρέφεται μόνο κατά του οφειλόμενου πράγματος.
To Bitcoin, πολλώ δε μάλλον τα λοιπά ψηφιακά νομίσματα, αποκλείονται από το πεδίο του εν στενή έννοια χρήματος ή νομίσματος ήδη από τη νομοθετική επιταγή. Δεν εμπίπτει μάλιστα ούτε στον κατά το ν. 3601/07 και την οδηγία 2009/110/ΕΚ, ορισμό του ηλεκτρονικού χρήματος (οιαδήποτε αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό, μεταξύ άλλων και μαγνητικό υπόθεμα νομισματική αξία αντιπροσωπευόμενη από απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού για τον σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 5) της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και η οποία γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη). Διότι το ηλεκτρονικό χρήμα είναι απλά ένα μέσο αποϋλοποίησης και ηλεκτρονικής αποθήκευσης, του νομίμου χρήματος. Δεν αποτελεί καθ’ αυτό μέσο συναλλαγών. Τα συναλλασσόμενα με ηλεκτρονικό χρήμα μέρη, ως μέσο ανταλλαγής εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την ενσωματωμένη στο ηλεκτρονικό υπόθεμα νομισματική αξία, το νόμιμο χρήμα. Αντίθετα, το Bitcoin συμπεριφέρεται αυτοτελώς ως νόμισμα, δεν ενσωματώνει συγκεκριμένη νομισματική αξία  για να την αποθηκεύσει ή να τη μεταφέρει. Η αρχική νομισματική αξία μετατρέπεται σε άλλη νομισματική αξία, η οποία υπόκειται στις δυνάμεις τις αγοράς, όπως κάθε άλλο νόμισμα.
Δυσχερής είναι η υπαγωγή του Bitcoin και στο εν ευρεία έννοια χρήμα, καθώς σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιείται, προς το παρόν, ως γενικό μέσο πληρωμών στην αγορά, σίγουρα όχι στην ελληνική, αλλά ούτε και σε διεθνείς. Έτσι αποκλείεται υποχρέωση του δανειστή να το δεχτεί ως καταβολή ακόμη και υπό το πρίσμα της ετερόνομης ρύθμισης των γενικών αρχών για την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288,281).
Κατά τα προεκτεθέντα ορθότερο είναι να χαρακτηριστεί, τουλάχιστον προς το παρόν, το Bitcoin ως πράγμα, αποκλειόμενου από την έννοια του χρήματος. Προφανώς σύμβαση που προβλέπει την καταβολή σε Bitcoins ή και σε οποιοδήποτε άλλο ψηφιακό νόμισμα είναι απολύτως έγκυρη αναπτύσσοντας κανονικά τις έννομες συνέπειες για τα μέρη. Ο δανειστής της απαίτησης θα είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί τα Bitcoins ως προσήκουσα καταβολή, και ο οφειλέτης δυνατόν να εξαναγκαστεί να καταβάλει Bitcoins. Η διαφορά είναι η μη αναγνώριση αυτής της ενοχής ως χρηματικής, ώστε να αποκλείονται οι έννομες συνέπειες, τις οποίες, ως προεκτέθηκε, επιφυλάσσει ο νόμος μόνο για τις χρηματικές ενοχές.
Το νομικό μας σύστημα μάλλον ανακαλύπτει τα όριά του, υπό την πίεση της τεχνολογικής καινοτομίας, αν και οι γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου είναι ακόμη ικανές να προσδώσουν την αναγκαία ρυθμιστική ζωντάνια. Παρουσιάζεται όμως εν γένει η ανάγκη κατανόησης των επερχόμενων νέων, αν και ακόμη υπό διαμόρφωση, ηλεκτρονικών συστημάτων πληρωμών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, με σκοπό την απαραίτητη για τη σταθερότητά τους δικαιϊκή ρύθμιση. Μόνο υπό καθεστώς ασφάλειας δικαίου είναι δυνατόν τα συστήματα αυτά να αποκτήσουν τόση πίστη από τους συναλλασσόμενους, ώστε ωριμάσουν και να γνωρίσουν μια γενική ανάπτυξη. Από την άλλη μεριά μονάχα η ευρεία διάδοσή τους στις συναλλαγές μπορεί να δημιουργήσει την απαραίτητη πίεση για να τραβήξουν την προσοχή του νομοθέτη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η φιλοσοφία της λειτουργίας των ψηφιακών νομισμάτων δεν μπορεί να οπισθοδρομήσει και στο άμεσο μέλλον τα παραδοσιακά νομισματικά συστήματα θα αναγκαστούν τουλάχιστον να συμβιώσουν με αυτά (http://www.coindesk.com/goldman-sachs-bitcoin-isnt-currency-underlying-tech-holds-promise/).

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω ακυρότητας σύμβασης δανείου

Τις προάλλες δημοσιεύτηκε στο αξιόλογο blog του συναδέλφου Μαρινάκου Μάριου (http://mariosmarinakos.blogspot.gr) η απόφαση με αριθμό 15/2014 του Ειρηνοδικείου Μεγαλουπόλεως η οποία ακύρωσε διαταγή πληρωμής λόγω αναγνώρισης ακυρότητας της σύμβασης δανείου. Το ζήτημα είναι αρκετά ενδιαφέρον και σχετίζεται στενά με το δίκαιο των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ - βλ. άρθρο 2 ν. 2251/1994 και οδηγία 93/13/ΕΟΚ). Είναι πράγματι δύσκολα πιστευτό όχι μόνο από τους δανειολήπτες, αλλά και από τους ίδιους τους νομικούς τους παραστάτες, ότι ενδέχεται μία σύμβαση τραπεζικού δανείου να είναι άκυρη με αποτέλεσμα να καταπέσει μονομιάς και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει αυτής. Ορισμένες επισημάνσεις επ' αυτών:


1. Η αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης δανείου έχει ως αποτέλεσμα την ολική ακύρωση της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής κατόπιν άσκησης ανακοπής, καθότι δεν υφίσταται νομικά η βάση στην οποία η τράπεζα στήριζε την ενσωματωμένη στην διαταγή πληρωμής αξίωσή της. Με άλλα λόγια: εφόσον δεν υπάρχει δάνειο (έγκυρη σύμβαση δανείου) δεν μπορεί να υπάρξει και διαταγή πληρωμής για το δάνειο.


2. Το ζήτημα της ακυρότητας μιας σύμβασης δανείου τίθεται στον τομέα των τραπεζικών συμβάσεων κυρίως όταν ένας ή περισσότεροι από τους όρους της σύμβασης κρίνονται άκυροι ως καταχρηστικοί και άρα ενδέχεται να συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και όλη η υπόλοιπη σύμβαση. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, όταν ο όρος που κρίνεται άκυρος δεν αφορά σε ουσιώδες μέρος της σύμβασης, η εγκυρότητα αυτής διασώζεται εκτός κι αν συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα είχαν καταρτίσει την σύμβαση χωρίς τον επίμαχο άκυρο όρο (ΑΚ 181). Αυτό σε επίπεδο μίας σύμβασης τραπεζικού δανείου μεταφράζεται ως εξής: η σύμβαση δανείου παραμένει έγκυρη με απλή απάλειψη του άκυρου όρου, εκτός κι αν αποδειχθεί ότι ο δανειολήπτης και η τράπεζα δεν θα σύναπταν την σύμβαση χωρίς τον συγκεκριμένο όρο. Δηλαδή, πρέπει να πρόκειται για τόσο σημαντικό όρο στη σύμβαση και για τους δύο συμβληθέντες, που και ο ένας και ο άλλος δεν θα προχωράγανε στην σύναψη του δανείου χωρίς αυτόν (απαιτείται σύμπτωση των υποθετικών βουλήσεων και των δύο πλευρών). Τώρα το αν ο δανειολήπτης και η τράπεζα προέβαιναν στην σύναψη της σύμβασης ακόμα κι αν δεν περιείχετο στη σύμβαση ο επίμαχος άκυρος όρος είναι ζήτημα πραγματικό που μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Σε γενικές γραμμές πάντως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η τράπεζα, όπως δέχεται και η παραπάνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Μεγαλουπόλεως, όντως δεν θα προέβαινε στην σύναψη της σύμβασης χωρίς κάποιον από τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για τον δανειολήπτη. Εκεί, αν και το ζήτημα μπορεί να διαφέρει από σύμβαση σε σύμβαση και από όρο σε όρο, μπορούμε βασίμως να ισχυριστούμε ότι ο δανειολήπτης θα σύναπτε τη σύμβαση και χωρίς τον επιλήψιμο όρο προκειμένου να μην στερηθεί την πίστωση (βλ. Δέλλιο, ΓΟΣ, 2013, σ. 359). Μάλιστα, καθώς ο όρος αυτός θα είναι καταχρηστικός και άρα δυσμενής για εκείνον, είναι ακόμα πιο βέβαιο ότι θα προέβαινε στην σύμβαση δανείου και χωρίς αυτόν. Κατ' αυτή την άποψη η ανωτέρω απόφαση του Ειρηνοδικείου εμφανίζει κενά καθότι δεν εξετάζει καθόλου την υποθετική βούληση του δανειολήπτη παρά μόνο αυτήν της τράπεζας. Δυσχερώς, επομένως, μπορεί να γίνει δεκτή η ολική ακυρότητα της σύμβασης βάσει της ΑΚ 181 (ήδη μετά την σύνταξη της παρούσας ανάρτησης, έφτασε στα χέρια μου η υπ' αριθμ. 711/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που επιβεβαιώνει τα όσα παραπάνω αναφέρω: "Ο ως άνω λόγος ανακοπής -και καθ' όλα τα σκέλη του- είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι ... αναφορικά με το τρίτο του σκέλος, διότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, επί τη βάσει των οποίων το Δικαστήριο δύναται να συναγάγει ότι οι διάδικοι (αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι) απέδωσαν κατά τη σύναψη του δανείου τέτοια σπουδαιότητα, ώστε αν γνώριζαν την τυχόν, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτότων, ακυρότητα των ως άνω γενικών όρων συναλλαγών, δεν θα συνήπταν συνολικά την επίμαχη σύμβαση δανείου καταναλωτικής πίστης").

3. Σε κάθε περίπτωση, η ολική ακυρότητα της σύμβασης δανείου δύναται να γίνει δεκτή υπό την σκέψη του αποκλεισμού εφαρμογής της ΑΚ 181 όταν πρόκειται για άκυρο όρο που είναι τόσο ουσιώδης για την λειτουργία όλης της σύμβασης, ώστε αυτή να μην μπορεί να λειτουργήσει αυτοτελώς σε καμία περίπτωση. Ό,τι, δηλαδή, και να είχαν στο μυαλό τους ο δανειολήπτης και η τράπεζα κατά την κατάρτιση της σύμβασης του δανείου, ακόμα και να προέβαιναν στην σύναψη της σύμβασης και χωρίς τον άκυρο όρο, δεν έχει καμία σχέση γιατί η ακυρότητα αφορά σε ουσιώδη όρο της σύμβασης, χωρίς τον οποίο δεν δύναται να υπάρξει ούτε η ίδια η σύμβαση. Τρανταχτό παράδειγμα στον τομέα των δανειακών συμβάσεων είναι η ακυρότητα του όρου περί καθορισμού επιτοκίου. Εφόσον ο εν λόγω όρος κριθεί άκυρος ως καταχρηστικός (το οποίο είναι πολύ πιθανόν με βάση τις διατυπώσεις που ακολουθούν τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα), θα πρέπει όλη η σύμβαση να κριθεί άκυρη καθότι τραπεζικό δάνειο χωρίς επιτόκιο δεν υφίσταται. Όπως θα αναφέραμε και σε ένα δικόγραφο ενώπιον Δικαστηρίου:



"Η ακυρότητα μέρους δικαιοπραξίας προκαλεί την ακυρότητα όλης της δικαιοπραξίας εφόσον η δικαιοπραξία δεν έχει διαιρετό περιεχόμενο ώστε να εφαρμοστεί η ΑΚ 181. Η διάσπαση της δικαιοπραξίας σε έγκυρα και άκυρα μέρη δύναται να συμβεί μόνο σε δικαιοπραξίες με διαιρετό περιεχόμενο. Η διαιρετότητα του περιεχομένου συνίσταται στην αυτοτέλεια του κάθε όρου/ρήτρας, ήτοι στην ιδιότητα που έχει ο επίμαχος όρος/ρήτρα να αποτελέσει περιεχόμενο μιας αυτόνομης ρύθμισης. Η μερική ακυρότητα μπορεί να αναφέρεται επομένως, στο αντικείμενο της σύμβασης, εφόσον αυτό είναι διαιρετό, ή σε μια εκ των διαδοχικών παροχών∙ δεν μπορεί, όμως, να αναφέρεται σε ουσιώδες σημείο της σύμβασης το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο αυτόνομης ρύθμισης όπως εν προκειμένω: η συμφωνία περί χορήγησης πίστωσης δε μπορεί να σταθεί αυτόνομα χωρίς τη συμφωνία περί τόκου". 



Το σκεπτικό αυτό επιβεβαιώθηκε στην απόφαση με αριθμό 6733/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δημοσιευμένη στον Αρμενόπουλο, 2009/1396) σχετικά με καταχρηστικό όρο περί υπολογισμού επιτοκίου με βάση περίοδο 360 ημερών αντί 365

"Εξ άλλου, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός της καθής, περί του ότι η ακυρότητα μέρους (του εν λόγω όρου) της συμβάσεως δεν δύναται να επιφέρει και την ακυρότητα του συνόλου αυτής και ότι θα πρέπει η επίδικη οφειλή να προσδιοριστεί με βάση τον υπολογισμό των 365 ημερών, πρέπει να απορριφθεί, αφενός μεν ως μη νόμιμος, καθό μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 181 του ΑΚ, αφού δεν είναι δυνατή εν προκειμένω η ισχύς της επίδικης σύμβασης μετά την αποξένωση του προαναφερόμενου όρου, δεδομένου ότι αυτός ασκεί εν προκειμένω ουσιώδη επιρροή στην όλη δικαιοπραξία...".
Προκύπτει, επομένως, ότι η ορθή άμυνα απέναντι στην τράπεζα δεν είναι η επίκληση της ΑΚ 181 αλλά το αντίθετο, δηλ., η επίκληση της μη εφαρμογής της AK 181 λόγω της ουσιώδους επιρροής του άκυρου όρου στην όλη δικαιοπραξία.


4. Εφόσον η σύμβαση δανείου κριθεί άκυρη, θα πρέπει η τράπεζα να κινηθεί δικαστικά βάσει της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904). Με άλλα λόγια, εφόσον η τράπεζα δεν μπορεί να καταδιώξει τον δανειολήπτη στηριζόμενη στην σύμβαση δανείου, θα τον καταδιώξει επειδή πήρε συγκεκριμένο ποσό χρημάτων τα οποία δεν του ανήκουν και χωρίς κάποια νόμιμη αιτία, με συνέπεια να έχει καταστεί πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της τράπεζας. Τότε, όμως, η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να αποδείξει κάθε της δαπάνη και γενικά κάθε της αξίωση, και όχι απλώς να παραθέσει μια εκτύπωση από τους υπολογιστές της (εμπορικά της βιβλία) και να αναγκάζεται ο δανειολήπτης να ψάχνει να βρει ποια χρέωση είναι νόμιμη και ποια δαπάνη είναι πραγματική και σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις περί τραπεζικής εποπτείας και δικαίου καταναλωτή. Στην περίπτωση, δηλαδή, που η τράπεζα στρέφεται κατά του δανειολήπτη βάσει της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, η θέση της είναι αρκετά πιο δυσχερής και η απόδειξη των ισχυρισμών της καθίσταται αρκετά πιο επίπονη και αμφίβολη. 


5. Εξάλλου, η έννομη συνέπεια της ακυρότητας όλης της πιστωτικής σύμβασης υποστηρίζεται αφενός από την νομολογία του ΔΕΕ, αφετέρου από την ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία, όταν τούτο είναι προς όφελος του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, στην από 15/3/2012 απόφαση του ΔΕΕ (C-453/10, ΔΕΕ 2012/558) και ιδίως στις σκέψεις 34-36 αναφέρεται ότι: «η Οδηγία 93/13 προέβη σε μερική και κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών (άρθρο 8), … άρα η εν λόγω Οδηγία δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν … ότι η σύμβαση την οποία έχει συνάψει ένας επαγγελματίας με καταναλωτή και η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες είναι εξ ολοκλήρου άκυρη, αν η ακυρότητα αυτή περιέχει τελικά καλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Εν προκειμένω η αναγνώριση της ακυρότητας της πιστωτικής σύμβασης θα είναι συνήθως προς όφελος του δανειολήπτη καθότι με την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, η τράπεζα θα αναγκαστεί να καταθέσει αγωγή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εκτός των λοιπών δυσκολιών κατάφασης ευθύνης βάσει της συγκεκριμένης διάταξης της ΑΚ 904, θα αναγκαστεί να αποδείξει και όλες της τις αξιώσεις αναλυτικά φέροντας πλέον εκείνη το βάρος απόδειξης. 

6. Είναι λογικό να αναρωτιέται ο αναγνώστης...."για ποιο λόγο τότε οι τράπεζες περιλαμβάνουν άκυρους όρους μέσα στις συμβάσεις τους διατρέχοντας όλους αυτούς τους κινδύνους που μας αναφέρεις;". Μια πιθανή απάντηση ίσως να είναι η εξής: οι τράπεζες έχουν απέναντί τους χιλιάδες δανειολήπτες από τους οποίους μόνο ένα μικρό ποσοστό θα καταφύγει στα δικαστήρια, και από αυτούς ένα ακόμη πιο μικρό ποσοστό θα καταφύγει με τον σωστό τρόπο και τους σωστούς ισχυρισμούς. Επομένως, ζυγίζοντας τα κέρδη και τις ζημίες είναι ίσως οικονομικά λογικό να αποφασίζει να ενσωματώνει στις συμβάσεις της εν γνώσει της καταχρηστικούς όρους, έχοντας από πριν υπολογίσει ότι τα κέρδη που θα αποκομίσει από τους όρους αυτούς υπερβαίνουν τις ενδεχόμενες ζημίες από ορισμένους δανειολήπτες που θα τους προσβάλλουν επιτυχώς. Η σκέψη αυτή ήδη έχει σημειωθεί στη σχετική βιβλιογραφία (βλ. λ.χ. Δουβλής, Η εξελικτική πορεία των τραπεζικών ΓΟΣ στο Ελληνικό Δίκαιο, 2010, σ. 17).

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Για ακόμη μία φορά...«αγνοήστε τις οφειλές σας... δεν μπορούν να σας κάνουν τίποτα»

Συχνά εντολείς μας, μας ενημερώνουν για κάτι νέο που διάβασαν στα διάφορα site ή τους κοινοποίησαν στο facebook, το οποίο υποτίθεται δεν γνωρίζουμε και θα τους δώσει την ανάσα που περιμένουν. Διάφοροι στην καλύτερη περίπτωση υποκινούμενοι από γνήσια αφέλεια, δημιουργούν φανταστικές ιστορίες, καλυπτόμενες βεβαίως από ένα νομικίστικο περίβλημα, που θα δώσουν λύση σε όλα τα προβλήματα των δανειοληπτών. Άλλος ένας λοιπόν αστικός μύθος εμφανίστηκε στον διαδικτυακό χυλό για κάποιο «μαγικό» κόλπο που γλιτώνει δανειολήπτες (http://stoxasmos-politikh.blogspot.gr/2013/07/eurobank_26.html, αναδημοσιευμένο βεβαίως σε δεκάδες άλλα site). Ήδη πιεσμένοι από τις γνωστές σε όλους οικονομικές συνθήκες, συναισθηματικά φορτισμένοι από την ιδιαίτερα δυσχερή, όπως τη γνωρίζουμε από την καθημερινή μας πρακτική, κατάσταση της υπερχρέωσης, συνήθως φοβισμένοι, οι δανειολήπτες τείνουν να πιαστούν από τέτοιες εύκολες λύσεις. Δεν μπορούν όμως να φανταστούν σε τι περαιτέρω από τους ήδη υφιστάμενους κινδύνους, μπορεί να εμπλακούν, αν ακολουθήσουν τις λύσεις των φαιδρών διαδικτυακών δικηγόρων.

Δυστυχώς δεν υπάρχουν εύκολες και «μαγικές» λύσεις γενικά στο δίκαιο, πολλώ δε μάλλον στον ιδιαίτερα δυσχερή χώρο των τραπεζικών συμβάσεων. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της Eurobank δεν υπάρχει καμία απολύτως διαδοχή (ούτε ειδική ούτε καθολική) στο πρόσωπό της. Το Τ.Χ.Σ. απέκτησε το 94% των μετοχών της Eurobank, μετά από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με έκδοση κοινών μετοχών, όπως ρητά προβλέπεται από το συνδυασμό των άρθρων  6 και 7 ν. 3864/10 περί της ίδρυσης του Τ.Χ.Σ. Συνεπώς δεν υφίσταται καμία ακυρότητα «λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως αποτέλεσμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος, διότι πλέον ο ζημιωθείς είναι το Τ.Χ.Σ.», καθώς το νομικό πρόσωπο Eurobank Α.Ε. δεν υπέστη καμία μεταβολή, παραμένει δε προφανώς συμβαλλόμενο μέρος στις κάθε είδους συμβάσεις και κυρία του ενεργητικού της.

Όποιος δε «αγοράσει» την Eurobank, θα αγοράσει τις μετοχές που κατέχει το Τ.Χ.Σ. ή/και θα συμμετέχει σε νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Έτσι δεν πρόκειται ούτε να σπάσει σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, ούτε να διαγραφούν δάνεια, αφού για το λόγο αυτό έγινε η ανακεφαλαιοποίηση μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου από το Τ.Χ.Σ., την αποκατάσταση δηλαδή των ιδίων κεφαλαίων εντός των τιθέμενων από την συμφωνία «Βασιλεία ΙΙΙ» πλέον ορίων, κατόπιν της μείωσης αυτών λόγω των καταγεγραμμένων ζημιών (τόσο πραγματικών όσο και προβλέψεων). Με απλά λόγια, η Eurobank ως επιχείρηση δεν άλλαξε ιδιοκτήτη, οι μετοχές της άλλαξαν χέρια και ως γνωστόν η ανώνυμη εταιρεία είναι ξεχωριστό πρόσωπο από τον κύριο των μετοχών της. Σκεφτείτε πως οι μετοχές μιας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο ανώνυμης εταιρείας αλλάζουν κάθε μέρα χέρια, χωρίς να αλλάζει η νομική κατάσταση της εταιρείας αυτής.

Οι περιπτώσεις των Α.Τ.Ε., Proton, Ταχ.Ταμ/ριο, Millennium που αναφέρονται είναι τελείως διαφορετικές, καθώς εκεί επήλθε είτε ειδική διαδοχή σε συγκεκριμένα στοιχεία του ενεργητικού είτε καθολική διαδοχή λόγω συγχώνευσης σύμφωνα με τις διαδικασίες των ν. 3601/2007 και ν. 3458/2006. Δηλαδή κάποια δάνεια περιήλθαν στην περιουσία άλλων τραπεζών, κάποια παρέμειναν στις υπό εκκαθάριση τράπεζες, ενώ κάποιες τράπεζες συγχωνεύθηκαν εξ ολοκλήρου με άλλες. Στις περιπτώσεις αυτές όντως είναι πιθανόν να τεθούν κάποια ζητήματα σχετικά με την δικονομικά ορθή απόδειξη της διαδοχής. Όμως μοναδική νοητή περίπτωση «έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης», δεδομένου ότι οποιαδήποτε διαδοχή στο πρόσωπο των συμβαλλομένων δεν επιφέρει εξάλειψη της ενοχής και μια σύμβαση δεν μπορεί να μείνει μετέωρη, είναι να ενάγει τον οφειλέτη λάθος πρόσωπο, ήτοι ο εκκαθαριστής αντί της απορροφώσας τράπεζας και αντίστροφα.

Πραγματικά, αν υπήρχαν τόσο άκοπες και δραστικές λύσεις θα τις γνωρίζαμε όλοι. Μοναδικό «μαγικό κόλπο» στα χέρια του δικηγόρου είναι η σε βάθος γνώση του αντικειμένου, ώστε να πείσει το Δικαστήριο, αφενός μέσω της επίκλησης των κατάλληλων νομικών κανόνων που θεμελιώνουν το ζητούμενο αποτέλεσμα, αφετέρου μέσω της ανάδειξης της αντίθεσης των επίδικων πραγματικών στο δίκαιο, ιδωμένο έστω ευρύτερα τις διατάξεις αφεαυτές, στο πλαίσιο λόγου χάρη ενός ολόκληρου δικαιϊκού υποσυστήματος. Όλοι οι διαφορετικοί δρόμοι είναι απολύτως βέβαιο, ότι θα οδηγήσουν στην εικόνα του δικαστικού επιμελητή στην πόρτα της κατοικίας του δανειολήπτη. Είναι βέβαιο ότι πολλοί θα μας απευθύνουν γνωστές ύβρεις, όμως ξέρουμε καλά ότι η ανευθυνότητα και η συνωμοσιολογία είναι από τη φύση τους απύθμενες.

Και βέβαια σε ερχόμενη ανάρτηση θα ασχοληθούμε με την καλόπιστη, πάντα, κριτική νομική ανάλυση μιας πολύ πιο επικίνδυνης περίπτωσης. Της δια τηλεοράσεως πώλησης βιβλίου, σε πακέτο-προσφορά μάλιστα μαζί με καμιά δεκαριά άλλα, που περιέχει υποτιθέμενα κείμενα εξωδίκων και αγωγών, τα οποία οποία καταθέτει ο δανειολήπτης μόνος του, αφού συμπληρώσει τα στοιχεία του (!) και σταματάει να πληρώνει για πάντα, αποφεύγοντας περιττά έξοδα και δικηγόρους. Τούτα μάλιστα, δυστυχώς, από πρώην βουλευτή, σε τοπικά τηλεοπτικά κανάλια σε όλη την Ελλάδα. Όσο η απόγνωση μεγαλώνει, οι φαιδρές απόπειρες εκμετάλλευσής της δεν θα έχουν τέλος.

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)