Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω ακυρότητας σύμβασης δανείου

Τις προάλλες δημοσιεύτηκε στο αξιόλογο blog του συναδέλφου Μαρινάκου Μάριου (http://mariosmarinakos.blogspot.gr) η απόφαση με αριθμό 15/2014 του Ειρηνοδικείου Μεγαλουπόλεως η οποία ακύρωσε διαταγή πληρωμής λόγω αναγνώρισης ακυρότητας της σύμβασης δανείου. Το ζήτημα είναι αρκετά ενδιαφέρον και σχετίζεται στενά με το δίκαιο των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ - βλ. άρθρο 2 ν. 2251/1994 και οδηγία 93/13/ΕΟΚ). Είναι πράγματι δύσκολα πιστευτό όχι μόνο από τους δανειολήπτες, αλλά και από τους ίδιους τους νομικούς τους παραστάτες, ότι ενδέχεται μία σύμβαση τραπεζικού δανείου να είναι άκυρη με αποτέλεσμα να καταπέσει μονομιάς και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει αυτής. Ορισμένες επισημάνσεις επ' αυτών:


1. Η αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης δανείου έχει ως αποτέλεσμα την ολική ακύρωση της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής κατόπιν άσκησης ανακοπής, καθότι δεν υφίσταται νομικά η βάση στην οποία η τράπεζα στήριζε την ενσωματωμένη στην διαταγή πληρωμής αξίωσή της. Με άλλα λόγια: εφόσον δεν υπάρχει δάνειο (έγκυρη σύμβαση δανείου) δεν μπορεί να υπάρξει και διαταγή πληρωμής για το δάνειο.


2. Το ζήτημα της ακυρότητας μιας σύμβασης δανείου τίθεται στον τομέα των τραπεζικών συμβάσεων κυρίως όταν ένας ή περισσότεροι από τους όρους της σύμβασης κρίνονται άκυροι ως καταχρηστικοί και άρα ενδέχεται να συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και όλη η υπόλοιπη σύμβαση. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, όταν ο όρος που κρίνεται άκυρος δεν αφορά σε ουσιώδες μέρος της σύμβασης, η εγκυρότητα αυτής διασώζεται εκτός κι αν συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα είχαν καταρτίσει την σύμβαση χωρίς τον επίμαχο άκυρο όρο (ΑΚ 181). Αυτό σε επίπεδο μίας σύμβασης τραπεζικού δανείου μεταφράζεται ως εξής: η σύμβαση δανείου παραμένει έγκυρη με απλή απάλειψη του άκυρου όρου, εκτός κι αν αποδειχθεί ότι ο δανειολήπτης και η τράπεζα δεν θα σύναπταν την σύμβαση χωρίς τον συγκεκριμένο όρο. Δηλαδή, πρέπει να πρόκειται για τόσο σημαντικό όρο στη σύμβαση και για τους δύο συμβληθέντες, που και ο ένας και ο άλλος δεν θα προχωράγανε στην σύναψη του δανείου χωρίς αυτόν (απαιτείται σύμπτωση των υποθετικών βουλήσεων και των δύο πλευρών). Τώρα το αν ο δανειολήπτης και η τράπεζα προέβαιναν στην σύναψη της σύμβασης ακόμα κι αν δεν περιείχετο στη σύμβαση ο επίμαχος άκυρος όρος είναι ζήτημα πραγματικό που μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Σε γενικές γραμμές πάντως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η τράπεζα, όπως δέχεται και η παραπάνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Μεγαλουπόλεως, όντως δεν θα προέβαινε στην σύναψη της σύμβασης χωρίς κάποιον από τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για τον δανειολήπτη. Εκεί, αν και το ζήτημα μπορεί να διαφέρει από σύμβαση σε σύμβαση και από όρο σε όρο, μπορούμε βασίμως να ισχυριστούμε ότι ο δανειολήπτης θα σύναπτε τη σύμβαση και χωρίς τον επιλήψιμο όρο προκειμένου να μην στερηθεί την πίστωση (βλ. Δέλλιο, ΓΟΣ, 2013, σ. 359). Μάλιστα, καθώς ο όρος αυτός θα είναι καταχρηστικός και άρα δυσμενής για εκείνον, είναι ακόμα πιο βέβαιο ότι θα προέβαινε στην σύμβαση δανείου και χωρίς αυτόν. Κατ' αυτή την άποψη η ανωτέρω απόφαση του Ειρηνοδικείου εμφανίζει κενά καθότι δεν εξετάζει καθόλου την υποθετική βούληση του δανειολήπτη παρά μόνο αυτήν της τράπεζας. Δυσχερώς, επομένως, μπορεί να γίνει δεκτή η ολική ακυρότητα της σύμβασης βάσει της ΑΚ 181 (ήδη μετά την σύνταξη της παρούσας ανάρτησης, έφτασε στα χέρια μου η υπ' αριθμ. 711/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που επιβεβαιώνει τα όσα παραπάνω αναφέρω: "Ο ως άνω λόγος ανακοπής -και καθ' όλα τα σκέλη του- είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι ... αναφορικά με το τρίτο του σκέλος, διότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, επί τη βάσει των οποίων το Δικαστήριο δύναται να συναγάγει ότι οι διάδικοι (αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι) απέδωσαν κατά τη σύναψη του δανείου τέτοια σπουδαιότητα, ώστε αν γνώριζαν την τυχόν, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτότων, ακυρότητα των ως άνω γενικών όρων συναλλαγών, δεν θα συνήπταν συνολικά την επίμαχη σύμβαση δανείου καταναλωτικής πίστης").

3. Σε κάθε περίπτωση, η ολική ακυρότητα της σύμβασης δανείου δύναται να γίνει δεκτή υπό την σκέψη του αποκλεισμού εφαρμογής της ΑΚ 181 όταν πρόκειται για άκυρο όρο που είναι τόσο ουσιώδης για την λειτουργία όλης της σύμβασης, ώστε αυτή να μην μπορεί να λειτουργήσει αυτοτελώς σε καμία περίπτωση. Ό,τι, δηλαδή, και να είχαν στο μυαλό τους ο δανειολήπτης και η τράπεζα κατά την κατάρτιση της σύμβασης του δανείου, ακόμα και να προέβαιναν στην σύναψη της σύμβασης και χωρίς τον άκυρο όρο, δεν έχει καμία σχέση γιατί η ακυρότητα αφορά σε ουσιώδη όρο της σύμβασης, χωρίς τον οποίο δεν δύναται να υπάρξει ούτε η ίδια η σύμβαση. Τρανταχτό παράδειγμα στον τομέα των δανειακών συμβάσεων είναι η ακυρότητα του όρου περί καθορισμού επιτοκίου. Εφόσον ο εν λόγω όρος κριθεί άκυρος ως καταχρηστικός (το οποίο είναι πολύ πιθανόν με βάση τις διατυπώσεις που ακολουθούν τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα), θα πρέπει όλη η σύμβαση να κριθεί άκυρη καθότι τραπεζικό δάνειο χωρίς επιτόκιο δεν υφίσταται. Όπως θα αναφέραμε και σε ένα δικόγραφο ενώπιον Δικαστηρίου:



"Η ακυρότητα μέρους δικαιοπραξίας προκαλεί την ακυρότητα όλης της δικαιοπραξίας εφόσον η δικαιοπραξία δεν έχει διαιρετό περιεχόμενο ώστε να εφαρμοστεί η ΑΚ 181. Η διάσπαση της δικαιοπραξίας σε έγκυρα και άκυρα μέρη δύναται να συμβεί μόνο σε δικαιοπραξίες με διαιρετό περιεχόμενο. Η διαιρετότητα του περιεχομένου συνίσταται στην αυτοτέλεια του κάθε όρου/ρήτρας, ήτοι στην ιδιότητα που έχει ο επίμαχος όρος/ρήτρα να αποτελέσει περιεχόμενο μιας αυτόνομης ρύθμισης. Η μερική ακυρότητα μπορεί να αναφέρεται επομένως, στο αντικείμενο της σύμβασης, εφόσον αυτό είναι διαιρετό, ή σε μια εκ των διαδοχικών παροχών∙ δεν μπορεί, όμως, να αναφέρεται σε ουσιώδες σημείο της σύμβασης το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο αυτόνομης ρύθμισης όπως εν προκειμένω: η συμφωνία περί χορήγησης πίστωσης δε μπορεί να σταθεί αυτόνομα χωρίς τη συμφωνία περί τόκου". 



Το σκεπτικό αυτό επιβεβαιώθηκε στην απόφαση με αριθμό 6733/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δημοσιευμένη στον Αρμενόπουλο, 2009/1396) σχετικά με καταχρηστικό όρο περί υπολογισμού επιτοκίου με βάση περίοδο 360 ημερών αντί 365

"Εξ άλλου, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός της καθής, περί του ότι η ακυρότητα μέρους (του εν λόγω όρου) της συμβάσεως δεν δύναται να επιφέρει και την ακυρότητα του συνόλου αυτής και ότι θα πρέπει η επίδικη οφειλή να προσδιοριστεί με βάση τον υπολογισμό των 365 ημερών, πρέπει να απορριφθεί, αφενός μεν ως μη νόμιμος, καθό μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 181 του ΑΚ, αφού δεν είναι δυνατή εν προκειμένω η ισχύς της επίδικης σύμβασης μετά την αποξένωση του προαναφερόμενου όρου, δεδομένου ότι αυτός ασκεί εν προκειμένω ουσιώδη επιρροή στην όλη δικαιοπραξία...".
Προκύπτει, επομένως, ότι η ορθή άμυνα απέναντι στην τράπεζα δεν είναι η επίκληση της ΑΚ 181 αλλά το αντίθετο, δηλ., η επίκληση της μη εφαρμογής της AK 181 λόγω της ουσιώδους επιρροής του άκυρου όρου στην όλη δικαιοπραξία.


4. Εφόσον η σύμβαση δανείου κριθεί άκυρη, θα πρέπει η τράπεζα να κινηθεί δικαστικά βάσει της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904). Με άλλα λόγια, εφόσον η τράπεζα δεν μπορεί να καταδιώξει τον δανειολήπτη στηριζόμενη στην σύμβαση δανείου, θα τον καταδιώξει επειδή πήρε συγκεκριμένο ποσό χρημάτων τα οποία δεν του ανήκουν και χωρίς κάποια νόμιμη αιτία, με συνέπεια να έχει καταστεί πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της τράπεζας. Τότε, όμως, η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να αποδείξει κάθε της δαπάνη και γενικά κάθε της αξίωση, και όχι απλώς να παραθέσει μια εκτύπωση από τους υπολογιστές της (εμπορικά της βιβλία) και να αναγκάζεται ο δανειολήπτης να ψάχνει να βρει ποια χρέωση είναι νόμιμη και ποια δαπάνη είναι πραγματική και σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις περί τραπεζικής εποπτείας και δικαίου καταναλωτή. Στην περίπτωση, δηλαδή, που η τράπεζα στρέφεται κατά του δανειολήπτη βάσει της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, η θέση της είναι αρκετά πιο δυσχερής και η απόδειξη των ισχυρισμών της καθίσταται αρκετά πιο επίπονη και αμφίβολη. 


5. Εξάλλου, η έννομη συνέπεια της ακυρότητας όλης της πιστωτικής σύμβασης υποστηρίζεται αφενός από την νομολογία του ΔΕΕ, αφετέρου από την ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία, όταν τούτο είναι προς όφελος του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, στην από 15/3/2012 απόφαση του ΔΕΕ (C-453/10, ΔΕΕ 2012/558) και ιδίως στις σκέψεις 34-36 αναφέρεται ότι: «η Οδηγία 93/13 προέβη σε μερική και κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών (άρθρο 8), … άρα η εν λόγω Οδηγία δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν … ότι η σύμβαση την οποία έχει συνάψει ένας επαγγελματίας με καταναλωτή και η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες είναι εξ ολοκλήρου άκυρη, αν η ακυρότητα αυτή περιέχει τελικά καλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Εν προκειμένω η αναγνώριση της ακυρότητας της πιστωτικής σύμβασης θα είναι συνήθως προς όφελος του δανειολήπτη καθότι με την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, η τράπεζα θα αναγκαστεί να καταθέσει αγωγή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εκτός των λοιπών δυσκολιών κατάφασης ευθύνης βάσει της συγκεκριμένης διάταξης της ΑΚ 904, θα αναγκαστεί να αποδείξει και όλες της τις αξιώσεις αναλυτικά φέροντας πλέον εκείνη το βάρος απόδειξης. 

6. Είναι λογικό να αναρωτιέται ο αναγνώστης...."για ποιο λόγο τότε οι τράπεζες περιλαμβάνουν άκυρους όρους μέσα στις συμβάσεις τους διατρέχοντας όλους αυτούς τους κινδύνους που μας αναφέρεις;". Μια πιθανή απάντηση ίσως να είναι η εξής: οι τράπεζες έχουν απέναντί τους χιλιάδες δανειολήπτες από τους οποίους μόνο ένα μικρό ποσοστό θα καταφύγει στα δικαστήρια, και από αυτούς ένα ακόμη πιο μικρό ποσοστό θα καταφύγει με τον σωστό τρόπο και τους σωστούς ισχυρισμούς. Επομένως, ζυγίζοντας τα κέρδη και τις ζημίες είναι ίσως οικονομικά λογικό να αποφασίζει να ενσωματώνει στις συμβάσεις της εν γνώσει της καταχρηστικούς όρους, έχοντας από πριν υπολογίσει ότι τα κέρδη που θα αποκομίσει από τους όρους αυτούς υπερβαίνουν τις ενδεχόμενες ζημίες από ορισμένους δανειολήπτες που θα τους προσβάλλουν επιτυχώς. Η σκέψη αυτή ήδη έχει σημειωθεί στη σχετική βιβλιογραφία (βλ. λ.χ. Δουβλής, Η εξελικτική πορεία των τραπεζικών ΓΟΣ στο Ελληνικό Δίκαιο, 2010, σ. 17).

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)