Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Μύθοι και Πραγματικότητες

Επειδή πολλά ακούγονται και γράφονται για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, καλό είναι να επισημανθούν ορισμένα σημεία:

1. Το να υποστηρίζουμε ότι οι δανειολήπτες έχουν εξαπατηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και άρα να ζητάμε είτε την ακύρωση της δανειακής σύμβασης είτε την αποζημίωση, δεν φαίνεται να είναι η ενδεδειγμένη λύση. Η κατάφαση της αστικής απάτης απαιτεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και γίνεται ευχερώς κατανοητό ότι δύσκολα ένα δικαστήριο θα δεχθεί ότι ο υπάλληλος του τραπεζικού ιδρύματος έκανε δόλια χρήση μέσων ή τεχνασμάτων με σκοπό να προκαλέσει μια πεπλανημένη αντίληψη στον υποψήφιο δανειολήπτη (απαιτείται άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος του υπαλλήλου και δεν θεμελιώνεται η απάτη έστω και με βαριά αμέλεια). Ήδη δημοσιεύτηκε σχετική απόφαση στον νομικό τύπο, η υπ' αριθμ. 10930/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΔΕΕ 2013/1050, ΕφΑΔ 2013/1080), όπου απορρίφθηκε σχετικός ισχυρισμός. Φυσικά κάθε υπόθεση που εισάγεται ενώπιον των δικαστηρίων είναι διαφορετική και μπορεί όντως σε κάποια εξαιρετική περίπτωση να μπορεί να υποστηριχθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός, αλλά δεν θα είναι το συνήθως συμβαίνον.

2. Το να υποστηρίζουμε ότι οι συμβάσεις δανείου σε ελβετικό φράγκο είναι άκυρες λόγω αντίθεσης σε διάφορους κανόνες τραπεζικής εποπτείας (πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κτλ.) αποτελεί αρκετά αδύναμη νομική βάση. Η παραβίαση των κανόνων τραπεζικής εποπτείας επισύρει μόνο διοικητικές ποινές από την Τράπεζα της Ελλάδος και δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης δανείου. Για να μπορεί να τεθεί ζήτημα ακυρότητας θα πρέπει, σύμφωνα με την νομολογία, να προκύπτει αυτή από τον προστατευτικό σκοπό της συγκεκριμένης διάταξης και να επιδρά η παράβαση δυσμενώς στην οικονομική τάξη της Χώρας.

3. Έχει υποστηριχθεί ότι οι υπάλληλοι των πιστωτικών ιδρυμάτων που παρείχαν την απαραίτητη προσυμβατική πληροφόρηση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, έπρεπε να έχουν πιστοποιητικά τύπου "Β1", όπως ορίζει η σχετική νομοθεσία (ά. 49 ν. 3371/2005). Ωστόσο τα πιστοποιητικά αυτά αναφέρονται σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οι οποίες ρυθμίζονταν το 2005 από τον ν. 2396/1996 και σήμερα από τον νόμο 3606/2007, ο οποίος και ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή οδηγία για τις αγορές σε χρηματοπιστωτικά μέσα (2004/39/EK, MiFID). Η οδηγία αυτή, όπως η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει, δεν αφορά σε ενυπόθηκα δανειακά προϊόντα, έστω και εάν πρόκειται για δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα (δες εδώ - "Mortgages are not financial instruments as defined in MiFID, irrespective of the currency in which they are denominated"). Επομένως, όταν εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας τα ενυπόθηκα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, συνάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο να κατέχουν και τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά οι αρμόδιοι υπάλληλοι των τραπεζών που "πουλούσαν" τα συγκεκριμένα τραπεζικά προϊόντα. Τα προϊόντα, δηλαδή, αυτά δεν χαρακτηρίζονται ως "χρηματοπιστωτικά μέσα" σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να απαιτείται και η κατοχή πιστοποιητικών επαγγελματικής επάρκειας από τους υπαλλήλους που τα προωθούν. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονιστεί ότι α) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ερμηνεύει αυθεντικά την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν και η άποψή της έχει βαρύνουσα σημασία καθότι εκείνη είναι που συντάσσει τα προτεινόμενα νομοθετικά κείμενα και β) η ύπαρξη ή όχι υποχρέωσης του υπαλλήλου για κατοχή πιστοποιητικού επαγγελματική επάρκειας δεν έχει σχέση με την υπαρκτή υποχρέωση της τράπεζας να ενημερώσει επαρκώς και με σαφήνεια τον υποψήφιο δανειολήπτη για τους κινδύνους του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα.

4. Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευθεί στον νομικό τύπο και στις σχετικές ηλεκτρονικές βάσεις νομολογίας μόνο δύο σχετικές αποφάσεις. Η μία (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 10930/2013), όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε το ένδικο βοήθημα γιατί, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι δεν θεμελιώνεται απάτη εκ μέρους του αρμοδίου υπαλλήλου της τράπεζας, αλλά ούτε πλάνη στο πρόσωπο του δανειολήπτη. Η δεύτερη, η 437/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξετάζοντας το ζήτημα του όρου απαγόρευσης εξόφλησης απευθείας σε ελβετικό φράγκο, έκρινε ότι δεν συνιστά καταχρηστικό όρο και άρα άκυρο (κατά τον νόμο για την προστασία του καταναλωτή, ν. 2251/1994). Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι τα δικαστήρια κρίνουν αποκλειστικά επί των ισχυρισμών που φέρονται μπροστά τους, το οποίο σημαίνει ότι ακόμα και εάν θέλουν να βοηθήσουν του προσφεύγοντες δανειολήπτες και θεωρούν ότι έχουν ζημιωθεί παρανόμως, δεν μπορούν να τους δικαιώσουν όταν δεν τους έχει προσφερθεί το κατάλληλο "νομικό στήριγμα" (η κατάλληλη νομική βάση).

5. Μόλις πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα Wahl σχετικά με το ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Η πρώτη σκέψη της πρότασής του ήταν η εξής: "Η υπό κρίση υπόθεση άπτεται του τομέα των συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως που συνομολογούνται σε ξένο νόμισμα. Η προσφυγή σε αυτό το είδος συμβάσεων, η οποία αποτελεί πρακτική σχετικώς συχνή σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία, εκ πρώτης όψεως, ενδέχεται να εμφανίζεται ελκυστική για τους δανειολήπτες λόγω του εφαρμοζόμενου επιτοκίου, το οποίο είναι χαμηλότερο του εν γένει ισχύοντος, αποδείχθηκε, κατόπιν της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσεως που ενέσκηψε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, προβληματική για πολλούς ιδιώτες, λόγω της ισχυρής υποτιμήσεως ορισμένων νομισμάτων σε σχέση με το ξένο νόμισμα αναφοράς (ιδίως σε σχέση με το ελβετικό φράγκο). Συνεπεία τούτου, οι ιδιώτες αυτοί είναι αναγκασμένοι να καταβάλλουν δόσεις, στο εγχώριο νόμισμα, σημαντικά υψηλότερες εκείνων τις οποίες θα κατέβαλλαν εάν ο υπολογισμός είχε γίνει βάσει της ιστορικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως του κεφαλαίου. Τα προβλήματα που παρατηρήθηκαν ήταν τέτοια ώστε, εξ αντανακλάσεως, ο τραπεζικός τομέας ορισμένων κρατών μελών υπέστη σημαντικό πλήγμα". Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετά από ερώτημα του ανώτατου δικαστηρίου της Ουγγαρίας ενώ η αιτιάσεις των δανειοληπτών είχαν γίνει δεκτές σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από τα αρμόδια δικαστήρια λόγω αδιαφάνειας και καταχρηστικότητας του όρου περί υπολογισμού της ληξιπρόθεσμης οφειλής βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου που η ίδια η τράπεζα καθορίζει (όλη η πρόταση μπορεί να διαβαστεί εδώ). Ο Γενικός Εισαγγελέας δέχτηκε ότι η εξέταση του αν ο εν λόγω όρος είναι σαφής και κατανοητός, όπως απαιτεί η ευρωπαϊκή οδηγία 93/13, θα πρέπει να επεκταθεί και στην έρευνα περί του αν ο καταναλωτής ήταν σε θέση να κατανοήσει, "ελλείψει οιασδήποτε συναφούς επεξηγήσεως περιλαμβανομένης στο κείμενο της συμβάσεως ή παρασχεθείσας κατά τη σύναψή της, τους λόγους για τους οποίους οι δόσεις έπρεπε να υπολογίζονται βάσει της τιμής πώλησης του ξένου νομίσματος και δη όταν κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου είχε εφαρμοσθεί η τιμή αγοράς του ξένου νομίσματος". Αν και η συγκεκριμένη υπόθεση δεν σχετίζεται με τον ίδιο τον συναλλαγματικό κίνδυνο αλλά με την επιβάρυνση που προκύπτει από τον υπολογισμό της οφειλής στην τιμή πώλησης αντί της τιμής αγοράς του ελβετικού φράγκου, οι σκέψεις που διατύπωσε ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς επίλυση και του εδώ εξεταζόμενου ζητήματος. Σημαντικά επιχειρήματα π.χ. αντλούνται από το εξής χωρίο: "Συνεπώς, η εξέταση του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα ρήτρας δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην αμιγώς γραμματική πτυχή της. Ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τον βαθμό κατά τον οποίο αυτή παρέχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες βάσει των οποίων αυτός θα είναι σε θέση να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συνάψεως της δεδομένης συμβάσεως, καθώς και τους κινδύνους που η συγκεκριμένη πράξη εμπερικλείει. Ο καταναλωτής θα πρέπει να κατανοεί όχι μόνον το περιεχόμενο της ρήτρας, αλλά ομοίως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν".

6. Σε επίπεδο οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεγάλης σημασίας είναι η ψήφος εμπιστοσύνης (έγκριση της θέσης σε πρώτη ανάγνωση) που έδωσε πριν από λίγες ημέρες (10/12/2013) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την οδηγία για τις «Συμβάσεις Πίστωσης για τα Ακίνητα Κατοικίας». Πρόκειται για την πρόταση μια νέας οδηγίας η οποία πρόκειται να τεθεί σε ισχύ από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. εντός περίπου δύο ετών από σήμερα και η οποία προβλέπει την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν ειδικώς και αναλυτικά τους ενυπόθηκους δανειστές για τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εφόσον πρόκειται για δάνειο σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα, κατά την συγκεκριμένη οδηγία, να αναφέρουν με σαφήνεια το νόμισμα του δανείου και «εάν το νόμισμα της πίστωσης είναι διαφορετικό από το εθνικό νόμισμα του δανειολήπτη, ο πιστωτικός φορέας περιλαμβάνει αριθμητικά παραδείγματα στα οποία εμφαίνεται σαφώς πώς μπορούν να επηρεάσουν το ποσό των δόσεων οι μεταβολές της σχετικής ισοτιμίας. Τα παραδείγματα των μεταβολών της ισοτιμίας χρειάζεται να είναι ρεαλιστικά, συμμετρικά και να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τον ίδιο αριθμό δυσμενών περιπτώσεων όπως και ευνοϊκών».

7. Σε όλη την Ευρώπη, τα δικαστήρια δικαιώνουν τους προσφεύγοντες δανειολήπτες όχι με βάση επιχειρήματα περί απάτης ή ακυρότητας της σύμβασης αλλά με βάση επιχειρήματα αφενός περί έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, αφετέρου περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων δανειακών όρων λόγω έλλειψης διαφάνειας αυτών.

8. Και για να βλέπουμε την συνολική εικόνα του θέματος, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το πρόβλημα των δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα είναι τόσο παλιό όσο, ίσως, και τα ίδια τα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι μεταξύ 1985-1990 είχε δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα στην Αυστραλία λόγω της απότομης ενδυνάμωσης του ελβετικού φράγκου έναντι του δολαρίου Αυστραλίας. Τα δικαστήρια τότε είχαν σε αρκετές περιπτώσεις δεχτεί ως βάσιμες αξιώσεις αποζημίωσης δανειοληπτών λόγω έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο (βλ. εδώ).

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: το πρόβλημα, η ευρωπαϊκή αντίδραση και η ελληνική πραγματικότητα


Ένα δάνειο σε ξένο νόμισμα στην ευρωζώνη αποτελεί δάνειο στο οποίο ο δανειολήπτης αποκτά τραπεζική πίστωση όχι σε Ευρώ αλλά σε αλλοδαπό νόμισμα, συνήθως ελβετικό φράγκο, δολάριο Η.Π.Α. ή γιεν. Τα δάνεια σε ξένο νόμισμα είναι χρήσιμα κυρίως για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις όταν θέλουν να μειώσουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Όταν, όμως, πρόκειται για ιδιώτες, το βασικό κίνητρο λήψης δανείου σε ξένο νόμισμα είναι το χαμηλό τραπεζικό επιτόκιο δανεισμού της χώρας προέλευσης. Ωστόσο, υπό τις συνθήκες αυτές, τελικώς, οι ιδιώτες συμφωνούν να πάρουν διπλό ρίσκο: αφενός της μεταβολής του επιτοκίου δανεισμού (καθώς θα είναι κυμαινόμενο), αφετέρου της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το θέμα έχει εδώ και καιρό πάρει σοβαρές διαστάσεις. Στην Ισπανία είχαν δοθεί μεγάλα ποσά σε δάνεια σε ελβετικό φράγκο και ιαπωνικό γιεν μεταξύ 2006 και 2007. Πάνω από 85% των ενυπόθηκων δανείων στη Λετονία και Εσθονία, από 70% στην Λιθουανία, από 65% στην Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία και από 38% στην Αυστρία, έχουν παρασχεθεί σε αλλοδαπό νόμισμα. Ειδικότερα, και σε σχέση με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και την επελθούσα πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια ταραχή στις χρηματοοικονομικές αγορές παγκοσμίως, σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή πιστωτική κρίση, προκλήθηκε μια αλματώδης αύξηση των διεθνών χρηματοροών προς το ασφαλές καταφύγιο της Ελβετίας και συνεπώς του ελβετικού φράγκου. Τούτο επέφερε από τα τέλη του 2009 μια συνεχή ανατίμηση του φράγκου έναντι των λοιπών νομισμάτων με αποκορύφωμα τον Αύγουστο του 2011, οπότε και η ισοτιμία ευρώ/φράγκου πλησίασε σχεδόν το 1/1. Έκτοτε η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα για την προστασία της εθνικής οικονομίας της Ελβετίας, ασκώντας παρεμβάσεις στις συναλλαγματικές αγορές, επιχειρεί να διατηρήσει την ισοτιμία ευρώ/φράγκου άνω του 1,2, επιβεβαιώνοντας μάλιστα το Σεπτέμβριο του 2013 τη διατήρηση του στόχου αυτού και για το 2014. Ως εκ τούτου, η μηνιαία δόση των δανείων σε ελβετικό φράγκο αυξήθηκε ραγδαία (περίπου 35%). Στο πλαίσιο αυτό, αρκετοί δανειολήπτες στην Ε.Ε. άσκησαν αγωγές κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων που τους είχαν παράσχει την πίστωση ζητώντας να ακυρωθούν οι ρήτρες δανεισμού σε ξένο νόμισμα και να αποζημιωθούν για την αύξηση της οφειλής τους σε Ευρώ.

Ήδη τον Μάρτιο του 2013 αναφέρθηκε σε σχετική βιβλιογραφία η έκδοση απόφασης του Πρωτοδικείου της Μπαρτσελόνας που δικαίωνε δικηγόρο – δανειολήπτη δανείου σε ελβετικό φράγκο, καθώς δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς για τους κινδύνους ενόψει της μεταβλητότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το καλοκαίρι του 2013 δικαστήριο στην Κροατία αποφάσισε, κατόπιν άσκησης ομαδικής αγωγής 75.000 δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο, υπέρ της μεταβολής του ύψους της οφειλής στο τοπικό νόμισμα με τη σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας της ημέρας εκταμίευσης του δανείου, λόγω της ελλιπούς πληροφόρησης των δανειοληπτών εκ μέρους των οκτώ εναγόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Στην Ουγγαρία, στα μέσα Δεκεμβρίου 2013, το ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε περί της εγκυρότητας των συναπτόμενων σε ελβετικό φράγκο δανειακών συμβάσεων καλώντας τα κατώτερα δικαστήρια ναι μεν να δέχονται την εγκυρότητα των εν λόγω δανείων, αλλά να μεταβάλλουν τους όρους λειτουργίας τους, όπου αρμόζει, επί τη βάσει τυχόν πλημμελούς πληροφόρησης των δανειοληπτών από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Σε επίπεδο ενεργειών εκ μέρους της Ε.Ε., άξια μνείας είναι η προσφάτως εγκριθείσα πρόταση οδηγίας για τις «Συμβάσεις Πίστωσης για τα Ακίνητα Κατοικίας», η οποία προβλέπει την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν ειδικώς και αναλυτικά τους ενυπόθηκους δανειστές για τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εφόσον πρόκειται για δάνειο σε ξένο νόμισμα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, το οποίο με την από 21/9/2011 σύστασή του, υπεδείκνυε στα κράτη μέλη της Ε.Ε. να απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την παροχή επαρκούς πληροφόρησης στους δανειολήπτες σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα.

Σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών, τον Σεπτέμβριο του 2011 στην Ουγγαρία ψηφίστηκε διάταξη που επέτρεπε την εξόφληση δανείων σε ελβετικό φράγκο, γιεν και ευρώ σε αρκετά χαμηλότερη (περίπου 25%) από την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία με την προϋπόθεση ότι θα εξοφλούνταν ολοσχερώς και εφάπαξ η οφειλή μέσα σε 60 ημέρες. Ήδη τον Οκτώβριο του 2013 ανακοινώθηκε, παρά την έντονη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι θα ληφθούν επιπλέον μέτρα μείωσης των οφειλών σε ελβετικό φράγκο για τους δανειολήπτες. Στην Κροατία, τον Οκτώβριο του 2013, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ληφθούν μέτρα ελάφρυνσης των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο σε ευθεία σύγκρουση με το εκεί τραπεζικό σύστημα, οι εκπρόσωποι του οποίου προειδοποιούν για τις οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας νομοθετικής ρύθμισης η οποία, κατά τα λεγόμενά τους, θα συνιστά αντισυνταγματική επέμβαση του νομοθέτη σε ήδη συναφθείσες συμβάσεις.

Στην Ελλάδα το θέμα μέχρι στιγμής έχει αντιμετωπιστεί από τους νομικούς κύκλους στο πλαίσιο γενικών υποχρεώσεων ενημέρωσης εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων (Αστικός Κώδικας, Κώδικας Τραπεζικής Δεοντολογίας, κτλ) αλλά και της υπ’ αριθμ. 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου προβλέπεται η υποχρέωση ενημέρωσης των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος. Ήδη στη χώρα μας έχουν εκδοθεί ορισμένες αποφάσεις σχετικά με το ζήτημα της ευθύνης της τράπεζας λόγω της έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης του πιστολήπτη σε ελβετικό φράγκο σχετικά με τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όπως γίνεται κατανοητό, λόγω της πρόσφατης ανάκυψης του προβλήματος αλλά και του διαφορετικού ιστορικού της κάθε υπόθεσης, τα ελληνικά δικαστήρια αμφιταλαντεύονται μην έχοντας πάρει σταθερή θέση επί του ζητήματος. Οι μέχρι σήμερα, όμως, δικαστικές αποφάσεις στον ευρύτερο τομέα της ευθύνης των τραπεζών, έχουν δείξει ότι και η ελληνική νομολογία, σε σύμπνοια με πολυάριθμες αποφάσεις δικαστηρίων κρατών μελών της Ε.Ε., δύναται να θεωρήσει βάσιμες αξιώσεις αποζημίωσης και αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης εκ μέρους δανειοληπτών επί τη βάσει κυρίως:
 α) της πιθανής έλλειψης ειδικής, πλήρους και εμπεριστατωμένης ενημέρωσης εκ μέρους της τράπεζας για τον συναλλαγματικό κίνδυνο του δανείου σε ξένο νόμισμα ή και της τυχόν εσφαλμένης – αθέμιτης πληροφόρησης. Kρίσιμα, εν προκειμένω, είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε δανειολήπτη (λ.χ. επάγγελμα, γνώσεις, μόρφωση, ηλικία κτλ.) στα οποία, μεταξύ άλλων, θα στηριχθεί το δικαστήριο για να κρίνει το επίπεδο πληροφόρησης που απαιτούνταν. Σημασία έχει, επίσης, το γεγονός ότι κατά την περίοδο λήψης των δανείων αυτών τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα τα διαφήμιζαν χωρίς να επισημαίνουν κινδύνους, παρά μόνο τις σχετικές ωφέλειες. Η συγκεκριμένη πρακτική ενδέχεται, ανάλογα την περίπτωση, να αποτελεί και αθέμιτη εμπορική πρακτική, σύμφωνα με διατάξεις ευρωπαϊκής οδηγίας, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο το 2007 (βλ. λ.χ. σχετική διαφήμιση ελληνικού πιστωτικού ιδρύματος: «Ονειρεύεσαι ένα δικό σου σπίτι. […] Το Ευέλικτο Στεγαστικό Swiss σας εξασφαλίζει χαμηλό κυμαινόμενο επιτόκιο με τη σιγουριά του ελβετικού νομίσματος»).
β) της σύνδεσης της απόφασης λήψης του δανείου με την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης εκ μέρους της τράπεζας. Με άλλα λόγια, ο ισχυρισμός ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός από το δικαστήριο είναι ότι ο δανειολήπτης δεν θα επέλεγε να συνάψει το συγκεκριμένο δάνειο σε ξένο νόμισμα αν είχε ενημερωθεί πλήρως, ειδικώς και εμπεριστατωμένως για τους κινδύνους από τους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας.
γ) της κατάφασης της ζημίας, η οποία υπολογίζεται στο ποσό της συναλλαγματικής διαφοράς του φράγκου με το ευρώ κατά την ημέρα της συζήτησης του ένδικου βοηθήματος ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Κατά τούτο, δεν έχει σημασία η συναλλαγματική ισοτιμία την ημέρα κατάθεσης του ένδικου βοηθήματος, καθότι ενδέχεται μέχρι την ημέρα της συζήτησης να έχει μειωθεί σημαντικά η ζημία λόγω μεταβολής της ισοτιμίας. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα ήδη έχει προβεί σε καταγγελία του δανείου και απαιτεί το φερόμενο ως οφειλόμενο ποσό σε Ευρώ, οπότε και δεν τίθεται ζήτημα επίδρασης πιθανής μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας στο ύψος της ζημίας.

Σε επίπεδο νομοθετικής πρωτοβουλίας στην Ελλάδα, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα κάποια δραστηριότητα. Ωστόσο, το θέμα έχει ήδη φτάσει στη Βουλή των Ελλήνων στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου με σχετικές ερωτήσεις βουλευτών προς τον Υπουργό Οικονομικών (βλ. από 30/10/2012 ερώτηση της κ. Κόλλια Τσαρουχά και από 29/5/2013 ερωτήσεις των κ.κ. Μαριά και Καπερνάρου). Ο υπουργός, απαντώντας, αρκέστηκε στην διαβίβαση τυπικών επιστολών εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος.

Επιλογικά, θα πρέπει να επισημάνουμε το εξής: δεν είναι όλοι οι δανειολήπτες άξιοι προστασίας και ούτε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι υπάλληλοί τους τηρούσαν κατά την παροχή των συγκεκριμένων δανείων τις προβλεπόμενες από το κανονιστικό πλαίσιο υποχρεώσεις τους. Μια γενική αναγνώριση υποχρέωσης αποζημίωσης εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων εγείρει ζητήματα «ηθικού κινδύνου», όπως επίσης και μια γενική άρνηση προκαλεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Μπορεί, επομένως, ορισμένες χώρες στην Ε.Ε. να υιοθέτησαν οριζόντια μέτρα ελάφρυνσης των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο, ωστόσο τούτο δεν εξασφαλίζει τη δίκαιη αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης χωριστά, όπως της αρμόζει, αν και –κατά κοινή παραδοχή- απομακρύνει τον κίνδυνο υπερφόρτωσης των δικαστηρίων με μαζικές αγωγές δανειοληπτών.

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)