Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Μύθοι και Πραγματικότητες

Επειδή πολλά ακούγονται και γράφονται για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, καλό είναι να επισημανθούν ορισμένα σημεία:

1. Το να υποστηρίζουμε ότι οι δανειολήπτες έχουν εξαπατηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και άρα να ζητάμε είτε την ακύρωση της δανειακής σύμβασης είτε την αποζημίωση, δεν φαίνεται να είναι η ενδεδειγμένη λύση. Η κατάφαση της αστικής απάτης απαιτεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και γίνεται ευχερώς κατανοητό ότι δύσκολα ένα δικαστήριο θα δεχθεί ότι ο υπάλληλος του τραπεζικού ιδρύματος έκανε δόλια χρήση μέσων ή τεχνασμάτων με σκοπό να προκαλέσει μια πεπλανημένη αντίληψη στον υποψήφιο δανειολήπτη (απαιτείται άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος του υπαλλήλου και δεν θεμελιώνεται η απάτη έστω και με βαριά αμέλεια). Ήδη δημοσιεύτηκε σχετική απόφαση στον νομικό τύπο, η υπ' αριθμ. 10930/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΔΕΕ 2013/1050, ΕφΑΔ 2013/1080), όπου απορρίφθηκε σχετικός ισχυρισμός. Φυσικά κάθε υπόθεση που εισάγεται ενώπιον των δικαστηρίων είναι διαφορετική και μπορεί όντως σε κάποια εξαιρετική περίπτωση να μπορεί να υποστηριχθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός, αλλά δεν θα είναι το συνήθως συμβαίνον.

2. Το να υποστηρίζουμε ότι οι συμβάσεις δανείου σε ελβετικό φράγκο είναι άκυρες λόγω αντίθεσης σε διάφορους κανόνες τραπεζικής εποπτείας (πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κτλ.) αποτελεί αρκετά αδύναμη νομική βάση. Η παραβίαση των κανόνων τραπεζικής εποπτείας επισύρει μόνο διοικητικές ποινές από την Τράπεζα της Ελλάδος και δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης δανείου. Για να μπορεί να τεθεί ζήτημα ακυρότητας θα πρέπει, σύμφωνα με την νομολογία, να προκύπτει αυτή από τον προστατευτικό σκοπό της συγκεκριμένης διάταξης και να επιδρά η παράβαση δυσμενώς στην οικονομική τάξη της Χώρας.

3. Έχει υποστηριχθεί ότι οι υπάλληλοι των πιστωτικών ιδρυμάτων που παρείχαν την απαραίτητη προσυμβατική πληροφόρηση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, έπρεπε να έχουν πιστοποιητικά τύπου "Β1", όπως ορίζει η σχετική νομοθεσία (ά. 49 ν. 3371/2005). Ωστόσο τα πιστοποιητικά αυτά αναφέρονται σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οι οποίες ρυθμίζονταν το 2005 από τον ν. 2396/1996 και σήμερα από τον νόμο 3606/2007, ο οποίος και ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή οδηγία για τις αγορές σε χρηματοπιστωτικά μέσα (2004/39/EK, MiFID). Η οδηγία αυτή, όπως η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει, δεν αφορά σε ενυπόθηκα δανειακά προϊόντα, έστω και εάν πρόκειται για δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα (δες εδώ - "Mortgages are not financial instruments as defined in MiFID, irrespective of the currency in which they are denominated"). Επομένως, όταν εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας τα ενυπόθηκα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, συνάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο να κατέχουν και τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά οι αρμόδιοι υπάλληλοι των τραπεζών που "πουλούσαν" τα συγκεκριμένα τραπεζικά προϊόντα. Τα προϊόντα, δηλαδή, αυτά δεν χαρακτηρίζονται ως "χρηματοπιστωτικά μέσα" σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να απαιτείται και η κατοχή πιστοποιητικών επαγγελματικής επάρκειας από τους υπαλλήλους που τα προωθούν. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονιστεί ότι α) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ερμηνεύει αυθεντικά την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν και η άποψή της έχει βαρύνουσα σημασία καθότι εκείνη είναι που συντάσσει τα προτεινόμενα νομοθετικά κείμενα και β) η ύπαρξη ή όχι υποχρέωσης του υπαλλήλου για κατοχή πιστοποιητικού επαγγελματική επάρκειας δεν έχει σχέση με την υπαρκτή υποχρέωση της τράπεζας να ενημερώσει επαρκώς και με σαφήνεια τον υποψήφιο δανειολήπτη για τους κινδύνους του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα.

4. Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευθεί στον νομικό τύπο και στις σχετικές ηλεκτρονικές βάσεις νομολογίας μόνο δύο σχετικές αποφάσεις. Η μία (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 10930/2013), όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε το ένδικο βοήθημα γιατί, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι δεν θεμελιώνεται απάτη εκ μέρους του αρμοδίου υπαλλήλου της τράπεζας, αλλά ούτε πλάνη στο πρόσωπο του δανειολήπτη. Η δεύτερη, η 437/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξετάζοντας το ζήτημα του όρου απαγόρευσης εξόφλησης απευθείας σε ελβετικό φράγκο, έκρινε ότι δεν συνιστά καταχρηστικό όρο και άρα άκυρο (κατά τον νόμο για την προστασία του καταναλωτή, ν. 2251/1994). Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι τα δικαστήρια κρίνουν αποκλειστικά επί των ισχυρισμών που φέρονται μπροστά τους, το οποίο σημαίνει ότι ακόμα και εάν θέλουν να βοηθήσουν του προσφεύγοντες δανειολήπτες και θεωρούν ότι έχουν ζημιωθεί παρανόμως, δεν μπορούν να τους δικαιώσουν όταν δεν τους έχει προσφερθεί το κατάλληλο "νομικό στήριγμα" (η κατάλληλη νομική βάση).

5. Μόλις πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα Wahl σχετικά με το ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Η πρώτη σκέψη της πρότασής του ήταν η εξής: "Η υπό κρίση υπόθεση άπτεται του τομέα των συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως που συνομολογούνται σε ξένο νόμισμα. Η προσφυγή σε αυτό το είδος συμβάσεων, η οποία αποτελεί πρακτική σχετικώς συχνή σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία, εκ πρώτης όψεως, ενδέχεται να εμφανίζεται ελκυστική για τους δανειολήπτες λόγω του εφαρμοζόμενου επιτοκίου, το οποίο είναι χαμηλότερο του εν γένει ισχύοντος, αποδείχθηκε, κατόπιν της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσεως που ενέσκηψε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, προβληματική για πολλούς ιδιώτες, λόγω της ισχυρής υποτιμήσεως ορισμένων νομισμάτων σε σχέση με το ξένο νόμισμα αναφοράς (ιδίως σε σχέση με το ελβετικό φράγκο). Συνεπεία τούτου, οι ιδιώτες αυτοί είναι αναγκασμένοι να καταβάλλουν δόσεις, στο εγχώριο νόμισμα, σημαντικά υψηλότερες εκείνων τις οποίες θα κατέβαλλαν εάν ο υπολογισμός είχε γίνει βάσει της ιστορικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως του κεφαλαίου. Τα προβλήματα που παρατηρήθηκαν ήταν τέτοια ώστε, εξ αντανακλάσεως, ο τραπεζικός τομέας ορισμένων κρατών μελών υπέστη σημαντικό πλήγμα". Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετά από ερώτημα του ανώτατου δικαστηρίου της Ουγγαρίας ενώ η αιτιάσεις των δανειοληπτών είχαν γίνει δεκτές σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από τα αρμόδια δικαστήρια λόγω αδιαφάνειας και καταχρηστικότητας του όρου περί υπολογισμού της ληξιπρόθεσμης οφειλής βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου που η ίδια η τράπεζα καθορίζει (όλη η πρόταση μπορεί να διαβαστεί εδώ). Ο Γενικός Εισαγγελέας δέχτηκε ότι η εξέταση του αν ο εν λόγω όρος είναι σαφής και κατανοητός, όπως απαιτεί η ευρωπαϊκή οδηγία 93/13, θα πρέπει να επεκταθεί και στην έρευνα περί του αν ο καταναλωτής ήταν σε θέση να κατανοήσει, "ελλείψει οιασδήποτε συναφούς επεξηγήσεως περιλαμβανομένης στο κείμενο της συμβάσεως ή παρασχεθείσας κατά τη σύναψή της, τους λόγους για τους οποίους οι δόσεις έπρεπε να υπολογίζονται βάσει της τιμής πώλησης του ξένου νομίσματος και δη όταν κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου είχε εφαρμοσθεί η τιμή αγοράς του ξένου νομίσματος". Αν και η συγκεκριμένη υπόθεση δεν σχετίζεται με τον ίδιο τον συναλλαγματικό κίνδυνο αλλά με την επιβάρυνση που προκύπτει από τον υπολογισμό της οφειλής στην τιμή πώλησης αντί της τιμής αγοράς του ελβετικού φράγκου, οι σκέψεις που διατύπωσε ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς επίλυση και του εδώ εξεταζόμενου ζητήματος. Σημαντικά επιχειρήματα π.χ. αντλούνται από το εξής χωρίο: "Συνεπώς, η εξέταση του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα ρήτρας δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην αμιγώς γραμματική πτυχή της. Ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τον βαθμό κατά τον οποίο αυτή παρέχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες βάσει των οποίων αυτός θα είναι σε θέση να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συνάψεως της δεδομένης συμβάσεως, καθώς και τους κινδύνους που η συγκεκριμένη πράξη εμπερικλείει. Ο καταναλωτής θα πρέπει να κατανοεί όχι μόνον το περιεχόμενο της ρήτρας, αλλά ομοίως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν".

6. Σε επίπεδο οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεγάλης σημασίας είναι η ψήφος εμπιστοσύνης (έγκριση της θέσης σε πρώτη ανάγνωση) που έδωσε πριν από λίγες ημέρες (10/12/2013) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την οδηγία για τις «Συμβάσεις Πίστωσης για τα Ακίνητα Κατοικίας». Πρόκειται για την πρόταση μια νέας οδηγίας η οποία πρόκειται να τεθεί σε ισχύ από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. εντός περίπου δύο ετών από σήμερα και η οποία προβλέπει την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν ειδικώς και αναλυτικά τους ενυπόθηκους δανειστές για τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εφόσον πρόκειται για δάνειο σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα, κατά την συγκεκριμένη οδηγία, να αναφέρουν με σαφήνεια το νόμισμα του δανείου και «εάν το νόμισμα της πίστωσης είναι διαφορετικό από το εθνικό νόμισμα του δανειολήπτη, ο πιστωτικός φορέας περιλαμβάνει αριθμητικά παραδείγματα στα οποία εμφαίνεται σαφώς πώς μπορούν να επηρεάσουν το ποσό των δόσεων οι μεταβολές της σχετικής ισοτιμίας. Τα παραδείγματα των μεταβολών της ισοτιμίας χρειάζεται να είναι ρεαλιστικά, συμμετρικά και να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τον ίδιο αριθμό δυσμενών περιπτώσεων όπως και ευνοϊκών».

7. Σε όλη την Ευρώπη, τα δικαστήρια δικαιώνουν τους προσφεύγοντες δανειολήπτες όχι με βάση επιχειρήματα περί απάτης ή ακυρότητας της σύμβασης αλλά με βάση επιχειρήματα αφενός περί έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, αφετέρου περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων δανειακών όρων λόγω έλλειψης διαφάνειας αυτών.

8. Και για να βλέπουμε την συνολική εικόνα του θέματος, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το πρόβλημα των δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα είναι τόσο παλιό όσο, ίσως, και τα ίδια τα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι μεταξύ 1985-1990 είχε δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα στην Αυστραλία λόγω της απότομης ενδυνάμωσης του ελβετικού φράγκου έναντι του δολαρίου Αυστραλίας. Τα δικαστήρια τότε είχαν σε αρκετές περιπτώσεις δεχτεί ως βάσιμες αξιώσεις αποζημίωσης δανειοληπτών λόγω έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο (βλ. εδώ).

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια: