Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Χρόνος προσδιορισμού του ύψους της ζημίας στην αδικοπρακτική ευθύνη στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών

Συνηθίζουμε να λέμε ότι όταν έχουμε μια αξίωση αποζημίωσης κατά μιας οιασδήποτε εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ, τράπεζας, ΑΕΔΑΚ κτλ), ο χρόνος που θα προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας μας είναι αυτός της συζήτησης της αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου. Επομένως, αν προέκυψε κάποια ζημία από επενδυτική ενέργεια εξ αιτίας ελλιπούς ενημέρωση της τράπεζας λ.χ., το ύψος της ζημιάς θα συνίσταται σε αυτό όπως υπολογίζεται την ημέρα της συζήτησης της αγωγής. Γι' αυτό και σε παλαιότερη ανάρτησή μας για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, είχαμε γράψει ότι το αν υπάρχει ζημία ή όχι θα εξαρτηθεί από την συναλλαγματική ισοτιμία την ημέρα συζήτησης της αγωγής.

Ωστόσο, στην βασική αυτή αρχή του δικαίου της αποζημίωσης του Αστικού μας Κώδικα, έρχεται ο Άρειος Πάγος να μας θυμίσει μια εξαίρεση. Στην υπ' αριθμ. 802/2013 απόφασή του ο ΑΠ αναφέρει ότι η βασική αυτή αρχή του προσδιορισμού του ύψους της ζημίας κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής (η οποία μπορεί να απέχει χρόνια από την άσκηση της αγωγής) δεν εφαρμόζεται παντού και πάντα. Στην εν λόγω απόφαση, ο ΑΠ έκρινε ότι η ζημία ενός επενδυτή σε αγωγή κατά μιας Εταιρείας Λήψης και Διαβίβασης Εντολών στηριζόμενη στην εκποίηση μετοχών από την ΕΛΔΕ άνευ εντολής του επενδυτή, θα προσδιοριστεί όχι με βάση τον χρόνο συζήτησης της αγωγής αλλά τον χρόνο διαμαρτυρίας (όχλησης) του επενδυτή. Αυτό εν προκειμένω είχε μεγάλη πρακτική σημασία, καθότι η αγωγή συζητήθηκε αρκετά χρόνια μετά την εκποίηση των μετοχών, και η αξία τους είχε μειωθεί στο χρηματιστηριακό πίνακα. Επομένως, αν γινόταν δεκτή η αντίθετη απόψη, η ΕΛΔΕ θα είχε ωφεληθεί καθότι θα ήταν υποχρεωμένη να αποζημίωσει όχι την αξία των μετοχών την ημέρα της διαμαρτυρίας του επενδυτή, αλλά την μειωμένη χρηματιστηριακή τους αξία τους την ημέρα συζήτησης της αγωγής, δηλ. αρκετά χρόνια μετά.

Σύμφωνα με τον ΑΠ "δεν αποκλείεται όμως να αναχθεί ο προσδιορισμός του ύψους της ζημίας σε προγενέστερο χρόνο και μάλιστα στο χρόνο κατά τον οποίο οχλήθηκε ο ζημιώσας για την αποκατάσταση αυτής [...] Εξάλλου λήψη υπόψη ανελαστικά του χρόνου της συζήτησης της αγωγής, ως αποκλειστικού χρονικού σημείου για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης είναι ενδεχόμενο, εάν κατα το χρόνο εκείνο έχει μειωθεί η αξία της παροχής, να αποβεί σε όφελος του ζημιώσαντος, ο οποίος καθυστερεί την εκπλήρωση της παροχής του. Το δίκαιο όμως της αποζημίωσης δεν αποδέχεται καθυστερήσεις και δεν επιβραβεύει τους οφειλέτες που ευνοούνται από της δική τους καθυστέρηση και οι οποίοι μάλιστα μπορεί να ακολουθούν σκοπίμως παρελκυστική τακτική". Η απόφαση αυτή έχει μεγάλη πρακτική σημασία, καθότι δίνει εν προκειμένω ένα πλεονέκτημα στον ζημιωθέντα: ακόμα και η ζημία του να έχει μειωθεί κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής, τούτο δεν θα ληφθεί υπόψη υπό συγκεκριμένες περιστάσεις από το δικαστήριο, παρά μόνο θα εξεταστεί το ύψος της ζημίας κατά την ημέρα που ο επενδυτής επισήμανε την αξίωσή του αυτή στην οφειλέτιδα εταιρεία και ζήτησε την αποζημίωση (ημέρα "όχλησης"). Στο πεδίο λ.χ. των δανείων σε ελβετικό φράγκο, τούτο σημαίνει ότι τυχόν επάνοδος της συναλλαγματικής ισοτιμίας ενδέχεται υπό περιστάσεις να μην έχει σημασία για τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον τελικώς το δικαστήριο εξετάσει το ύψος της ζημίας κατά τον χρόνο άσκησης και επίδοσης της αγωγής και όχι κατά τον χρόνο συζήτησης αυτής. Επομένως, ο δανειολήπτης θα αποζημιωθεί ακόμα και εάν τελικώς κατά την ημέρα της συζήτησης δεν υπάρχει ζημία ή αυτή έχει μειωθεί αισθητά.

Τούτη η άποψη στηρίζεται στην σκέψη ότι δεν πρέπει να επιβραβεύουμε τον ασυνεπή οφειλέτη, ο οποίος και καθυστερεί την εκπλήρωση της υποχρέωσής του. Όπως έχει γραφεί σε γνωστό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο "το ότι το δίκαιο της αποζημίωσης δεν έχει κυρωτικό-ποινικό χαρακτήρα, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να απαλλάξουμε εκείνον που καθυστερεί την εκπλήρωση από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση και να τον υποβάλουμε σε ευνοικότερη μεταχείριση από ό,τι τον συνεπή οφειλέτη" (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σ. 529). Με άλλα λόγια, επειδή ο οφειλέτης της αποζημίωσης καθυστερεί την αποκατάσταση της ζημίας, δεν σημαίνει ότι αυτό θα πρέπει να αποβεί τελικώς προς όφελός του, σε περίπτωση που το ύψος της ζημίας μειωθεί με την πάροδο των ετών και μέχρι την συζήτηση της αγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού της ζημίας αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα και μπορεί να τύχει εφαρμογής σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως όταν λ.χ. αποδεικνύεται δόλια συμπεριφορά του αδικοπραγήσαντος. 

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ο έλεγχος καταλληλόλητας και συμβατότητας στο πλαίσιο των υποχρεώσεων επαγγελματικής συμπεριφοράς των παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών


Η καθημερινή πρακτική και η επαφή με τους εντολείς μας, έχουν καταδείξει την πλήρη άγνοια του μέσου επενδυτή για τα δικαιώματα που αντλεί από το ειδικό, ρυθμιστικό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, νομοθετικό πλαίσιο και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών, ιδίως ως προς την κατάλληλη προσυμβατική ενημέρωσή του. Ο ν. 3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2004/39/ΕΚ γνωστή ως MiFID, θέτει στο άρθρο 25 το θεμέλιο της διάγνωσης των υποχρεώσεων κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, εμπλουτίζοντας και διαφωτίζοντας τις «κλασσικές» υποχρεώσεις συμπεριφοράς κατά το κοινό αστικό δίκαιο (οι ίδιες υποχρεώσεις επαναλαμβάνονται και στο άρθρο 25 της από 20.10.2011 Πρότασης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη λεγόμενη MiFID II).
Οι υποχρεώσεις αυτές κατατείνουν στην πληροφόρηση του λήπτη επενδυτικών υπηρεσιών, ώστε να λάβει, ενημερωμένος ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του, μια εύλογη και ανταποκρινόμενη στα συμφέροντά του επενδυτική απόφαση. Το πλέγμα των υποχρεώσεων διαμορφώνεται αφενός στη βάση της επικινδυνότητας για τα συμφέροντα του επενδυτή της παρεχόμενης υπηρεσίας, αφετέρου στην αρχή της συσχέτισης των προσωπικών χαρακτηριστικών του επενδυτή και της παρεχόμενης πληροφόρησης. Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 4 του άρθρου 25 ν. 3606/07 όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας). Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 5 όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις καλύπτουν βεβαίως πέραν των ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, αλλά και της Ανώνυμες Εταιρίες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ).
Προκύπτει ότι ο επενδυτής πρέπει να λαμβάνει ενημέρωση επί τη βάσει των ειδικών χαρακτηριστικών του υπό τις εξής διακρίσεις:
Αν ο επενδυτής προτίθεται να λάβει επενδυτικές συμβουλές ή να αναθέσει τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του σε κάποιο από τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου (ΑΕΠΕΥ, ΑΕΔΑΚ, πιστωτικά ιδρύματα), αυτό θα πρέπει να αναζητήσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες τόσο για το γνωστικό επίπεδο (γνώσεις και εμπειρίες για τα υπό συζήτηση χρηματοπιστωτικά μέσα) όσο και για την επενδυτική δυναμική του πελάτη του (χρηματοοικονομική κατάσταση και στόχοι). Αυτές οι πληροφορίες είναι απαραίτητο κατά το νόμο να ληφθούν, ώστε ο πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών να είναι σε θέση να προτείνει τα κατάλληλα για την περίπτωσή του χρηματοοικονομικά μέσα. Πρόκειται δηλαδή για μια ευρύτατη υποχρέωση, καθώς ο κίνδυνος για τον επενδυτή, με δεδομένη την εμπιστοσύνη του προς τον επενδυτικό σύμβουλο, στον οποίο έχει απευθυνθεί, είναι ιδιαίτερα μεγάλος, λόγω βαθειάς επέμβασης του συμβούλου στην περιουσία του επενδυτή. Βασισμένος στις συμβουλές του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών θα αποφασίσει την επένδυση μέρους ή και ολόκληρης της περιουσίας του. Για το λόγο αυτό επιφορτίζονται τα ως άνω πρόσωπα με την υποχρέωση, κατόπιν δικού τους ελέγχου, να του παρέχουν μόνο την κατάλληλη για τον επενδυτή συμβουλή.     
Αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο δηλαδή σε περιπτώσεις λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, θα πρέπει ο παρέχων τις υπηρεσίες να προβεί στη λήψη πληροφοριών σχετικά με το γνωστικό επίπεδο και την εμπειρία του επενδυτή στη συγκεκριμένη βεβαίως κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου. Τούτο για να μπορέσει να κρίνει αν το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι συμβατό με τον πελάτη του και να τον προειδοποιήσει σχετικά.
Προκύπτει λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση ο επενδυτής να λάβει πληροφόρηση σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επένδυσή του θεμελιωμένη σε εξατομικευμένα στο πρόσωπό του στοιχεία. Δεν αρκεί μια γενικόλογη αναφορά των χαρακτηριστικών ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ακόμη και των πιθανών κινδύνων για την περιουσία του επενδυτή, αλλά συγκεκριμένη ενημέρωση αν η σκοπούμενη επένδυση του «ταιριάζει».  Για να γίνει αυτό ο επενδυτής θα πρέπει να λαμβάνει, να συμπληρώνει και να ανανεώνει τακτικά, σε περίπτωση διαρκούς σχέσης, το αντίστοιχο ερωτηματολόγιο, η σε κάθε περίπτωση άλλο πρόσφορο προς τον ίδιο σκοπό μέσο.
Χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφηση της διαδικασίας αυτής στην υπ' αριθμ. 3076/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι η ΑΕΠΕΥ συμμορφώθηκε πλήρως με την υποχρέωση ελέγχου καταλληλόλητας και συμβατότητας, διότι έλαβε τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση, την εμπειρία, τη χρηματοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη της μέσω εντύπου ερωτηματολογίου και εν συνεχεία τον ενημέρωσε γραπτώς ότι «η συγκεκριμένη αγορά δεν είναι κατάλληλη και συμβατή με τον επενδυτικό του χαρακτήρα και συνεπώς πραγματοποιείται μετά από πρωτοβουλία και με αποκλειστική ευθύνη του πελάτη χωρίς την καθοδήγηση, προτροπή και συμβουλή της».
Εάν δεν ακολουθηθεί η προπεριγραφείσα διαδικασία λήψης πληροφοριών για τον υποψήφιο επενδυτή, η προσυμβατική ενημέρωσή του είναι πολύ πιθανόν να πάσχει, καθώς αυτή θα έχει διαφύγει του ελέγχου καταλληλόλητας ή συμβατότητας. Όταν ο πάροχος των επενδυτικών υπηρεσιών δεν γνωρίζει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον πελάτη του δεν είναι σε θέση να του παρέχει και την κατάλληλη ενημέρωση-συμβουλή. Σε περίπτωση δε που προκύψει ζημία του επενδυτή από την τελικώς επιχειρηθείσα επένδυση, η έλλειψη διεξαγωγής του ελέγχου αυτού και παροχής της κατάλληλης ενημέρωσης, δυνατόν να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης κατά του παρόχου των επενδυτικών υπηρεσιών στη βάση είτε ενδοσυμβατικής είτε αδικοπρακτικής ευθύνης. Το ζήτημα βεβαίως της ακριβούς νομικής θεμελίωσης της ευθύνης της ΑΕΠΕΥ ή της τράπεζας είναι ιδιαίτερα δυσχερές και δέον να αναλυθεί σε μελλοντική ανάπτυξη.  

(για περισσότερες πληροφορίες: www.psarakislegal.com)